Τζιαμέ που περιμένεις το μάννα, έρκεται το κλάμα, τζιαι τζιαμέ που προετοιμάζεσαι για κλάμα, έρκεται το μάννα. Το μόνο που μεινίσκει τελικά εν να ζεις τζιαι να γελάς. Τζιαί το κλάμα του Θεού ένι.















































Τρίτη 27 Ιουλίου 2010

Τα μμάθκια της Βουλγάρας

Σήμερα ήμουν μές το αυτοκίνητο τζαί μιαν φάση επέρασα που μια στάση λεωφορείου. Τζιαμέ μέσα σε ένα δευτερόλεπτο, για να μεν πω τζαί κλάσμα, εγεννήθηκε το θέμα του ποστ μου. Μια Βουλγάρα (πιθανότατα) εκάθετουν στην στάση. Τί διαφορετικό μαζί της? Ε τίποτε βασικά. Εγώ εν που ήμουν διαφορετικός. Ήμουν σε άλλη φάση. Ήμουν στην φάση που ο κάθε άθρωπος εν τζαί μια ιστορία. Κάθε βλέμμα βλέπει κάτι που εγώ εν βλέπω, κάθε νους σκέφτεται κάτι που εγώ εν σκέφτουμαι, κάθε στόμα ψιθυρίζει ένα τραγούδι με το οποίο εν συμπάσχω τζαί κάθε καρδιά χτυπά για πράματα για τα οποία η δική μου αδιαφορεί.

Η συγκεκριμένη Βουλγάρα(μπορεί να ήταν κάτι κοντινό αλλά για χάριν συννενόησης ας την λαλούμαι Βουλγάρα χωρίς να θέλω να μειώσω οποιονδήποτε) εκάθετουν στην στάση όπως προείπα, με ένα βλέμμα κάπως απλανές, σε μια στάση μάλλον όι κολακευτική, με ρούχα που ο σκοπός τους εν να χαρίσουν ανωνυμία, να κρύψουν το μόνο πράμα το οποίο εν μπορούν να καλύψουν, το πρόσωπο. Όντας στην άλλην μου φάση όμως, ετράβησε με. Η ίδια αδιαφορία που επέπνεε, ήταν που με εμαγνήτισε σήμερα τόσο πολλά. Η ίδια φάτσα που όπως ούλλων μας εν φτιαγμένη για να χάνεται στο αχανές πλήθος πλέον, εξεχώρισε σε μένα σήμερα, ακριβώς επειδή ήταν τόσο ιδανικά συνηθισμένη. Μέσα σε λλία δευτερόλεπτα, είδα την. Τζαι είδα την καλά.

Πιθανόν είδα την καλλύτερα απότι ο οποιοσδήποτε, δαμέ τζαί πολλήν τζαιρό. Απότι τζαί η ίδια θωρεί τον εαυτόν της πιθανών. Ακούετε αλαζονικό, αλλά εκαταλάβετουν. Είσσιε τζίνο το ύφος του αθρώπου που διά έναν αέρα όπως ένα παλιό παραμελημένο αρχοντικό που τζίνα που θωρείς μες την Παλιά πόλη, που φκάλλουν προς τα έξω μια όμορφη τραγικότητα. Έτσι ήταν τζίνη. Ήταν παραμελημένη, ήταν κουρασμένη,, εφορούσε ξιμαρισμένα ρούχα, είσσιεν ένα λυπημένο, απλανές βλέμμα που εν εθωρούσε την ξένη πόλη στην οποία ζεί για να φκάλει λλία λεφτά, αλλά το πράσινο χωρκό που εμεγάλωσε. Εν άκουε τον ήχο των αυτοκινήτων που επερνούσαν υπεροπτικά τζαί αδιάφορα, αφήνωντας την πίσω μέσα σε ένα σύννεφο μόλυνσης, αλλά άκουε την γιαγιά της να της τραουδά τραούθκια του τόπου τους. Έτσι μέσα που την παρακμή που άρκεψε να την τρώει, έφκαινε κάτι που σε άφηνε τζιαμέ να τη θωρείς όπως τον χάννο. Έφκαλλεν κάτι σχεδόν βασιλικό, όπως άμαν πιέννεις στην παρέλαση τζαί νιώθεις δέος για τζίνο που θωρείς.
Τζαι εγώ εσταμάτησα μπροστά της μες το Χόντα Φίτ της μάνας μου, ένας ρόκολος μες σε ένα αυτοκίνητο ωραίο τζαί καπιταλιστικό τζαι αντράπηκα. Ένιωσα ανάξιος να είμαι μπροστά της. Αξίζω το αυτοκίνητο ενώ τζίνη εν το αξίζει? Τί έκαμα στη ζωή μου τζαί εκατάληξα να σταματώ μπροστά της μες το αυτοκίνητο με το εαρ κοντίτιον μου, ενώ τζίνη, δρωμένη τζαί ττιλλαρισμένη, καρτερά μες τον λάλλαρον το λεωφορείο? Καταλαβαίνω ότι εν τζαί οδηγούν πούποτε τούτες οι σκέψεις αλλά τούτη η αντίθεση εμένα τραβά με. Βάλλει με σε σκέψεις, τζαί για μένα εν οξυγόνο τούτο.

Μόλις άψεν το πράσινο επία λλίο πιο μπροστά τζαί για ένα δευτερόλεπτο τα μμάθκια μας εβρεθήκασην. Τζαί ξαφνικά το χωρκό της έγινε δικό μου, το τραούδιν της τραούδιν μου. Την κούραση της, μα το Θεό ένιωσα την, τζαί είδα την πόλη μου με τα μμάθκια της. Αδυσώπητη. Φοητσιάρική. Ανίκητη. Θερκόν ανήμερο.

Τζαί το χωρκόν μου έγινε δικό της. Το τραούδιν μου, τραούδιν της. Την σκέψη μου, μα τον Θεό εθκέβασε την, τζαί είδε την πόλη μου με τα μμάθκια μου. Φιλόξενη. Γλιτζιά. Παρατημένη μες το χρόνο. Με αθρώπους περίεργους, ξένους αλλά τζαί οικείους. Αδιάφορους, αλλά με 2η μμαθκιά όι τόσο. Με μια 3η ενδιαφέρον. Με μια 4η αξιοζήλευτους. Με αθρώπους ανίκητους. Θερκά ανήμερα. Σαν τζίνη.

2 σχόλια:

  1. Πολύ ωραίο. Με άγγιξε. Λίγο ο κάθε ένας μας να προσπαθούσε να καταλάβει το συνάνθρωπό του, ο κόσμος θα ήταν πολύ καλύτερος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Χρίστο χαίρομαι που νιώθεις έτσι. Έχεις απόλυτο δίκαιο σε τούτο που λαλείς. Ένας άθρωπος μπορεί να κάμει πολύ καλό που μόνος του όμως. Σκέφτου πως το σωστό βλέμμα, τη σωστή στιγμή που ένα μόνο άθρωπο μπορεί να σου φτιάξει ούλλη σου τη μέρα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή