Πέμπτη πρωί τζαί είμαι με τη δασκάλα της κιθάρας. Διά μου 2-3 κομμάθκια που πρέπει να μάθω τζαί μετά δια μου ένα άλλο τζαί λαλεί μου με την ρωσική προφορά της, "Τούτου εδώ είναι για το ψυχή σου", εννοώντας ότι εν εν ανάγκη να το μάθω, μόνο αν θέλω. Εχαμογέλασα μόλις μου το είπε. Εχαμογέλασα γιατί εν ασυνήθιστη φράση να χρησιμοποιήσεις κάποιος αλλά τζαί επειδή είβρα το πολλά γλυτζί πράμα να πεί κάποιος. Κάμε το αλλά όι για μένα. Παίξε το για τη ψυσσίη σου.
Πιο μετά θκεβάζωντας Καζαντζάκη, ππέφτω στο εξής κομμάτι (εν στον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου): ...οι τίγρες είναι το πιο αποκαλυπτικό, το πιο αντιπροσωπευτικό δημιούργημα της ζωής. Είναι η καθαρή ουσία της φοβερής δημιουργικής κίνησης, η γυμνή, αχόρταγη, πονηρή, ανήλεη δύναμη, λυγερή πολύ κι όλο ύπουλη επικίντυνη χάρη - απαράλλαχτη σαν το Πνέμα.
Αν το Πνέμα ήταν ορατό, έτσι, σαν τον τίγρη θα περπατούσε, και θα' τρωγε την ίδια τροφή: κοτρόνια κρέας. Κι έτσι με το ίδιο κίτρινο μάτι, πιτσιλισμένο αίμα, θα κοίταζε τους ανθρώπους. Όχι σαν οχτρός ούτε σα φίλος, σαν κρέας."
Μέσα σε μια μέρα είχα θκιο αντικρουώμενες απόψεις για τη ψυχή-πνεύμα. Η μια υποδείκνυε μου πως η μουσική εν κάτι γαλήνιο, κάτι σχεδόν που όνειρο, σαν ένα καλό ξωτικό που ημερεύκεις το με μουσική τζαί καλόπιασμα. Τζαί τούτο που ένα άθρωπο που σέβουμαι, που ένα Δάσκαλο, έστω κιθάρας. Που ένα άθρωπο που θέλει να τρέφω τη ψυχή μου με μουσική. Τι πιο αγνό?
Που την άλλη είχα τον Καζαντζάκη. Γίγαντας λογοτεχνικός τζαί απ'ότι θέλω να πιστέφκω ένας άθρωπος υπεράθρωπος. Στες απόψεις του, στο βλέμμα του που έβλεπε πράματα που οι άλλοι εν εμπορούσαν, στα σσιέρκα του που είχαν την δύναμη να γράψουν λόγια δύσκολα, που πονούν, αλλά που πρέπει να ειπωθούν. Έλεεν μου πως το πνεύμα εν έσσιει ταυτότητα καλού ή κακού. Εν κάτι ουδέτερο, έξω που μένα. Κάτι που το τρέφεις ωμά, χωρίς πολλά πολλά, αλλά ταυτόχρονα κάτι που εν ακαταμάχητο, που έσσιει μια γοητεία που καταφέρνει να σε πάρει πίσω στον τζαιρό που τζαί μεις σαν αθρώποι στες σπηλιές, εσκοτώναμε απρόσωπα για να επιβιώσουμε. Μες τζίντην αγριάδα, τη φαινομενική βαναυσότητα υπήρχεν μια ομορφκιά τέλεια, "γυμνή" όπως λαλεί τζαί ο Καζαντζάκης, μια έλξη προς τζίντην δύναμη που που το τίποτε εδημιούργησε μας. Τζαί αδυνατώ να διαφωνήσω μαζί του. Ότι μου λαλεί ακούουνται μου όι μόνο λογικά αλλά τζαί αληθινά-όπως ότι λαλεί εξάλλου.
Σκέφτουμαι πως τούτη η πάλη μεταξύ των θκιο τούτων απόψεων, αντικατοπτρίζεται τζαί στην τέχνη. Για παράδειγμα στη ζωγραφική, έχουμε ζωγράφους που εθέλαν να αιχμαλωτίσουν το φως στους πίνακες τους. Ζωηρές κινήσεις ζωής, στιγμές που ειπώνονται με ένα χαμόγελο ή με λλίο κίτρινο στον καμβά. Έχουμε ζωγράφους που στην τέχνη τους αιχμαλωτίζαν το σκοτάδι, επνίαν την αθρώπινη κίνηση με μαύρο, εσυστήναν τες πιο σκοτεινές πλευρές του πνεύματος πάνω στον καμβά που ελύγιζε που το σθένος τούντων συναισθημάτων, υπέκυπτε που τα τραύματα που του επροκαλούσεν οι ανεξέλεγκτες πινελιές τους καλλιτέχνη. Σκοπός εν ήταν η ομορφκιά αλλά η αλήθκεια, σκοπός εν ήταν να συμπαθήσεις ή να μισήσεις τον πίνακα αλλά να σε τρομάξει η αλήθκεια του.
Εκατάληξα ότι σε κάθε εποχή υπάρχει τούτη η πάλη μεταξύ ψυχής τζαί πνεύματος. Μεταξύ του εξωρα'ι΄σμού των πραμάτων, της ωραιοποίησης τους, τζαί του πως πραγματικά ένει. Τζαι θεωρώ πως εν υπάρχει κάτι κακό με τούτο. Εν αγνότατο πράμα να θέλουμε να πιστέφκουμε ότι η ψυχή μας εν μια ήρεμη γη χωρίς πολέμους, χωρίς φωθκιά τζαί πάθος. Μια γη που εφραίνεται με ωραία μουσική, με ρυθμική ποίηση τζαί πολύχρωμους πίνακες. Το κακό βρίσκεται στο όταν αρνούμαστε να αποδεχτούμε το πνεύμα σαν Καζαντζική τίγρη, που τρέφεται με κρέας ωμό σαν την αλήθκεια που πρέπει να λαλούμε, ασυγχώρητο σαν τη ζωή που ζούμε, απρόβλεπτο σαν το δρόμο που εν πάντα απλομένος μπροστά μας, ανήλεο σαν τους προγόνους μας που ανάφκαν φωθκιές όπου είσιεν πέτρα, με μιαν πονηριά που αντικαταστήσαμε με την πανουργία , γυμνό σαν την προπατορική ενδυμασία μας που πλέον εκαλύψαμε με ρούχα ακριβά που κρύφκουν τη φτηνή φύση του χαρακτήρα μας που αναπτύξαμε.
Στες μέρες μας εμείναμε στην ωραιοποίηση τζαι αφήκαμε το πνεύμα. Γοράζουμε περιποιημένες πλαστικές σαλάτες που το σούπερμάρκετ, φορούμε ρούχα που πάνω έχουν το όνομα αθρώπων που εν ξέρουμε, που εν θα μάθουμε ποττέ τζαί που πιθανότατα απαξιούν για μας. Εσβήσαμε τες φωθκιές μέσα μας που ανάψαν με μόχθο τζαί αίμα οι προγόνοι μας τζαί έμεινεν η κρύα τζαί γυμνή πέτρα. Τζίνοι ήταν οι Αθρώποι της Φωθκιάς τζαί εμείς τα αθρωπάκια των σπηλαίων.
Τωρά εθύμησες μου ένα αγαπημένο μου απόφθεγμα που τον Καζαντζάκη.. Όντως γίγαντας. Όντας ρεαλιστής.
ΑπάντησηΔιαγραφή"Δεν υπάρχουν ιδέες - υπάρχουν μονάχα άνθρωποι που κουβαλούν τις ιδέες - κι αυτές παίρνουν το μπόι του ανθρώπου που τους κουβαλάει."
Εντυπωσιακό!... Σχεδόν πονεί κάποιος όταν προσπαθήσει να καταλάβει τον Καζαντζάκη.
ΑπάντησηΔιαγραφή