Υπάρχουν πολλών ειδών δάκρυα. Ένα που τα πιο συνηθισμένα εν το μυξόκλαμα. Το στύλ που κάμνουν τα μωρά άμαν θέλουν κάτι, επειδή εν κακομαθημένα, ή καλομαθημένα ή έχουν έλλειψη ευγλωττίας λόγω ηλικίας. Συνοδεύεται που μύξες τζαί αδυνατεί να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές οποιουδήποτε, εχτώς ίσως, που κανενού παππού ή γιαγιάς.
Υπάρχει το κλάμα ευτυχίας, τζαί δυστυχίας, απελπισίας, ελπίδας, απογοήτευσης, επιτυχίας, άγχους, επιβράβευσης, χαράς, λύπης τζαί οποιουδήποτε συνδυασμού που τούτα που ανέφερα.
Βασικά υπάρχει ένα κλάμα τζαί για κάθε αθρώπινο συναίσθημα. Εν λλίο παράξενο αν το δούμε έτσι που έν περπατούμε στο δρόμο τζαί απλά να θωρούμε διάφορους τυχαίους αθρώπους να κρατούν που ένα πακέτο κλίνεξ τζαί να κλαιν για ποικίλους λόγους. Εν όπως τα περιστέρκα στη Λευκωσία. Εν παντού, εν πολλά, αλλά εν τα θωρούμε ποττέ πεθαμένα, μόνο τσιλλιμένα μερικά άτυχα. Εθκέβασα στο Big Fish πριν χρόνια την ίδια ερώτηση τζαί ο δημοσιογράφος εκατέληξε, χαριτολογώντας, πως είτε τα περιστέρκα εν αθάνατα, είτε τα περιστέρκα θάφκουν τους νεκρούς συγγενείς.
Τζαί η αθρώποι, ή εν κλαίμε ποττέ ή εν κλαίμε ποττέ στο δρόμο. Ίσως μόνο στην τηλεόραση.
Τζιαμέ νομίζω εν ο μόνος τόπος που το κλάμα εν τόσο ελεύθερα εμπορεύσιμο χωρίς ντροπή. Δάκρυα χαράς τζαί ψεύτικα, δάκρυα λύπης που εγωισμό, δάκρυα παράπονου που έλλειψη μετριοφροσύνης. Οι κάμερες σαν θύτες ππέφτουν πάνω στο δακρυσμένο θύμα, με μάσκαρες να μαυρίζουν το πρόσωπο, ενώ λεπτά, κρύα σσιέρκα ‘’σκουπίζουν’’ τα δήθεν δάκρυα που εν τζιλούν πέρα που τη γωνιά του μμαθκιού. Καμιά φορά ως τζαί τούντα ψεύτικα τα δάκρυα εν συγκινητικά, μέσα στο ψέμα τους. Για παράδειγμα το Πάμε Πακέτο. Άλλες φορές εν σχεδόν κωμικό. Να τρώεις ας πούμε αφκά με λουκάνικα τζαί να θωρείς την Όλγα Ποταμίτου να κλαίει, σε μεγάλα εισαγωγικά, επειδή στο Βάλε Αντέννα εφέραν της... την κόρη της τζαί της αγγόνισσσα της. Πέρκει να επήαν με ένα αυτοκίνητο στο στούντιο.
Υπάρχουν τζαί τα άλλα τα δάκρυα. Τζίνα που κρούζουν πέτρες. Τζίνα που νομίζεις εν θα ξιάσεις ποττέ. Που τζιλούν μέστο στόμα σου τζαί αφήνουν μιαν γλυκόπικρη αλμύρα. Κάτι δάκρυα που ππέφτουν μέσα που αναφιλητά, τζαί νιώθεις την καρδιάν σου να ραγίζει κυριολεχτικά. Κάτι δάκρυα πασσιά, μεγάλα που πρέπει να τζιλήσουν. Κάτι δάκρυα που σαμπώς τζαί μόνο στα ποιήματα εθκέβασες ότι υπάρχουν-τζίνα που μοιράζουν βουνά, που σπαράζει ο Θεός ο ίδιος να τα θωρεί. Δάκρυα σπάνια, εξαγνιστικά, απαραίτητα. Σημάθκια μιας ζωής πλούσιας, ούλλο πάθος τζαί φωθκιά, ούλλον αλάτι. Σημάθκια ενός τέλους απαραίτητου, σίουρου, ασυμβίβαστου τζαί αδιαπραγμάτευτου. Κλάμα που ππέφτει πας τους ώμους του άλλου τζαί ζυγίζουν εκατό κιλά. Που σε τσακίζουν, που σε γονατίζουν τζαί που σε ακολουθούν ακόμα τζαί όταν σκουπιστούν. Που σε χαράσσουν ανεξίτηλα.
Τα περιστέρκα εν θάφκουν τους πεθαμένους τους, ούτε εν αθάνατα. Απλά όταν καταλάβουν ότι ήρτεν η ώρα τους βρίσκουν μιαν ήσυχη γωνιά μες το πράσινο, τυλίουν τες φτερούγες τους τζαί κλείουν τα μμάθκια τους.
Τζαί οι αθρώποι. Εν είμαστε αδάκρυτοι, ούτε κλαίμε μες το δρόμο. Τα δάκρυα που μας πουλούν στην τηλεόραση, εν τους είπε κανένας ότι εξιάσαν να φκάλουν την τιμή που πάνω. Όπως τα περιστέρκα, έτσι τζαί μεις, άμαν έρτουν τζίντα δάκρυα τα πολύτιμα, πάμε στο δωμάτιο μας, καθούμαστε τζαί δεχούμαστε τα όπως μας τα έφερεν η ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου