Τζιαμέ που περιμένεις το μάννα, έρκεται το κλάμα, τζιαι τζιαμέ που προετοιμάζεσαι για κλάμα, έρκεται το μάννα. Το μόνο που μεινίσκει τελικά εν να ζεις τζιαι να γελάς. Τζιαί το κλάμα του Θεού ένι.















































Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Έσσιει κάτι νύχτες που πεινώ

Κάποτε ξυπνώ τζαί πεινώ. Έχω μιαν τεράστια πείνα τζαί νομίζω εν να φάω τον κόσμο ούλλο. Φαντάζουμε μπροστά μου τεράστια τραπέζια σε φωτεινά δωμάτια γεμάρα λαχταριστά κέικ. Τζαι κάποτε κάμνω το χατήρι του εαυτού μου τζαί ταίζω τον με τζίνα που θέλει τζαί με παραπάνω πράματα ακόμα. Τζαί νιώθω καλά, χορτάτος, ευχαριστημένος. Πριν πεινάσω εν έξερα ότι υπήρχε μέσα μου τζίνη η πείνα η ανεκπλήρωτη τζαί έπρεπε να πεινάσω για να κάμω κάτι.



Έσσιει κάτι άλλες φορές που αγνοώ την πείνα, απασχολώ τον εαυτό μου με άλλα, λλιότερο σημαντικά πράματα, ικανά να με κάμουν να την ξεχάσω ή να την κάμουν υποφερτή.



Κάποτε ξυπνώ τζαί φοούμε. Έχω έναν τεράστιο φόο τζαί νομίζω εν να με φάει ούλλος ο κόσμος. Φαντάζουμε μπροστά μου αθρώπους άγριους, μέσα σε σκοτεινούς διαδρόμους γεμάτο παγίδες. Τζαί κάποτε κάμνω το του εαυτού μου τζαί ταίζω τον με τζίνα που φοάτε τζαί με ακόμα παράπανω, πράματα που με τρων τζαι τζίνα με τη σειρά τους. Τζαι νιώθω χαμένος, πληγωμένος, νικημένος. Πριν φοηθώ εζούσα σε άγνοια, εν έξερα ότι ούλλα τζίνα που με φοητσιάζουν υπάρχουν τζαι υποθάλπτουν με σιγά σιγά τζαί έπρεπε να φοηθώ για να το καταλάβω.



Έσσιει κάτι άλλες φορές που αγνοώ τον φόο, απασχολώ τον εαυτό μου με άλλα, σπουδαιότερα πράματα, ικανά να με κάμουν χορτάτο, ευχαριστημένο. Πράματα που στη ζωή μου απλώνουνται σε δωμάτια φωτεινά, που κάμνουν τον φόο υποφερτό, που τον κάμνουν να εν ακόμα ένα κομμάτι τζίντου κέικ, στο οποίο οι μέρες που ακολουθήσαμε προς τα πίσω τα βήματα μας, τζαί ότι αγγίξαμε τζαί ότι αγαπήσαμε τζαί κρατούμε μέσα μας σα θησαυρό τζαί όσα χέρια εσκουπίσαν τα δάκρυα μας τζαί όσα μαλλία ετζοιμίσαν μας με τη μυρωθκιά τους σιγά σιγά γίνουνται γλυκά, μικρά ψίχουλα.

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Σαν τις αγελάδες

Τα γεγονότα, είπε κάποιος, εν σαν τις αγελάδες. Όταν τα κοιτάζεις πολλήν ώρα φεύφκουν.

Ο κόσμος λειτουργεί υπερβολικά πολλά βασισμένος σε γεγονότα. Πως έγινε κάτι, γιατί, με ποιές επιρροές,ποιούς παράγοντες. Ούλλα περιστρέφουνται γυρό που το να σηκώσουμε την κάθε πέτρα τζαί να δούμε τί έσσιει που κάτω.

Πόσο βαρετοί εγίναμε!

Σκέφτουμε τον τζαιρό που ήμουν μωρό, που εζούσα τζαί έκρουζα που τη γέννα τόσον ιδεών τζαί ειλικρινά εν ξέρω αν τωρά ξέρω παραπάνω που τότε. Μπορεί να εφτώσσινα που τότε νομίζω. Αν μου πεις τωρά: γράψε μιαν ιστορία με ένα λύκο τζαί 3 γουρούνια, μάλλον εν να φκεί θρίλερ με κάμποσο μυστήριο. Αν μου πεις γράψε μιαν ιστορία με μια όμορφη γυναίκα τζαί 7 νάνους, μάλλον εν να σκεφτώ σενάριο κακοστημένου πορνό.

Είσσιεν ένα τζαιρό που η Ινδία ήταν μια τεράστια αγορά με στοίβες μπαχαρικά, σκοτεινή, καπνισμένη, σχεδόν απόκοσμη, με κόσμο μυστηριώδη τζαί θεούς που παραμονεύουν σε κάθε γωνιά. Κάποτε η θάλασσα ήταν γεμάτη Βίκινγκς, που διψούν για αίμα τζαί σφυρούν μέσα που κέρατα τον πόλεμο. Κάποτε οι θάλασσσα ήταν γεμάτο γοργόνες με καρύδες για σουτιέν. Κάποτε ο θεός ήταν πίσω που το πιο μεγάλο σύννεφο. Κάποτε εφκέναν νεράιδες τζαί επιάναν τα δόντια μας που κάτω που το μαξιλάρι. Είσσιεν μιαν εποχή που ένα μπιζέλι εξεχώριζε τες πριγκίπισσες που τες χωριατοπούλες. Μια φορά θυμούμαι ο κόσμος ήταν γεμάτο κάστρα με ψηλούς πύργους που εγεμώναν τον ουρανό πυροτεχνήματα κάθε νύχτα χωρίς λόγο. Κάποτε ήμασταν αθώοι τζαι είχα πει της γιαγιάς μου να μεν γεράσει για να την παντρευτώ που εν να εμεγάλωνα. Κάποτε τα ζώα εμιλούσαν αθρώπινα. Κάποτε το πιο λαμπρό αστέρι ήταν ο Μουφάσα. Κάποτε η Αφρική ήταν έναν τεράστιο δάσος γεμάτο δεινόσαυρους. Κάποτε ήσσιεν μιαν κορούα που την ελέαν Μακκουπέ.Κάποτε είχα έτοιμες τρεις ευχές γιατί ποτέ εν ξέρεις πότε εν να έρτει το τζίνι.Κάποτε έθελα να ήμουν ο μπλέ πάουερ ρέιτζερ. Κάποτε άμαν έππεφτες χαμέ τζαί εχτυπούσες, η μόνη έννοια ήταν να δείς το λυμπουράκι που σύμφωνα με τον παππού σου εσκότωσες. Κάποτε οι πόνοι εφέφκαν με ένα μμάκια που τη μάμμα τζαί αν όι : “ώσπου να παντρευτείς εν να γιάνει».Κάποτε εκάμναμε μουστάκι με το γάλα. Είσσιεν μιαν εποχή που ο πόνος εγίνετουν παραμύθι.

Τούτα ήταν η ζωή κάποτε. Σιγά σιγά ούλλα απλά εσβηστήκαν που τη μνήμη. Χωρίς να το καταλαβαίνω εδιάψευδα τα ένα ένα όσο εμεγάλωνα. Τωρά αννοίω κάτι απρόσωπα βιβλία τζαι μαθαίνω γεγονότα. Τζαί τα γεγονότα λαλούν μου να κοιτάζω την αγελάδα. Αλλά όσο μαθαίνω ξεχνώ.

Μια φορά τζαί ένα τζαιρό είσσιεν ένα αγόρι που εν έξερε τί σημαίνει να μεγαλώνεις τζαί να ξεχνάς, αλλά εμεγάλωσε τζαί εξέχασε, τζαί περιμένει ακόμα να εξαργυρώσει τες τρεις ευχές του.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Τα πάντα, φορτούνα.

Υπάρχει η φορτούνα, η τύχη των Ιταλών, τζαί υπάρχει τζαι η φουρτούνα που λαλούμε στα ελληνικά. Θκιο διαφορετικά πράματα. Αλλά νιώθω με τον τζαιρό ότι έρκουνται ούλλο τζαί πιο κοντά καμιά φορά. Χωρίς φορτούνα, δύσκολα εν να περάσεις να δεις τζαι άλλη φουρτούνα ή τζαί οτιδήποτε άλλο καλό ή κακό για να είμαστε ακριβής. Τζαί πόση φορτούνα μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι έσσιεις άμαν εν περάσεις τζαί που μια φουρτούνα τζαί να δείς τον εαυτό σου νικητή?

Οι φουρτούνες εν συγκεκριμμένες. Εν κάτι που εν να γίνει τζαί εν να ταράξει το καράβι σου, εν να νιώθεις ότι πνίεσαι έστω τζαί αν δεν εν αλήθκεια (όπως κάτι βασανηστήρια που κάμνουν σου εικονικό πνιγμό). Εν μπορείς να περάσεις που μια φουρτούνα τζαί να μεν το πάρεις χαπάρι. Εν να το πάρεις χαπάρι, εν να σε πάρει τζαί τζίνο με τη σειρά του τζαι εν να σε σηκώσει τζαί εν να γυρέφκεις το λάθος.

Αλλά η φορτούνα? Πόσο εύκολα την προσέχεις? Σίουρα αν κερδίσεις το λαχείο εν να το καταλάβεις, αλλά εν μόνο τούτο η τύχη? Τα άλλα τα πράματα, τες μικρές φορτούνες, προσέχεις τες? Αν όι, τότε εν θα φαίνουνται παραπάνω οι φουρτούνες? Για παράδειγμα, η τάρτα που έκαμα τζαί κάθεται στο παράθυρο έννεν φορτούνα? Έσσιει τζαί κάτι ταπεινά φκιορούθκια δαμέ που κάποτε μιλούν μου, έννεν φορτούνα? Τζαί 5-6 παιθκιά που με τιμούν τζαι δέχουνται τη φιλία μου έννεν φορτούνα? Καποιά φορά ψήνω τζαί ψωμί τζαί μυρίζει το σσιέρι μου μαγιά ως την άλλη μέρα, τζαί θωρώ το, το γέννημα μου τζαί χαμογελώ, έννεν φορτούνα? Τζαι κάθε μέρα αφήνω ένα κομματούι σιοκολάτα να λιώσει μες το στόμα μου τζαί να μου πει με το πάσο του κάτι ιστορίες πικρές που ξεχνιούνται που εν να άκουε ο Κορτέζ στην αχτή της Λατινικής Αμερικής. Πόσο φορτούνα να εν τούτο?

Τωρά που το σκέφτουμε έκαμα λάθος στην αρχή. Έννεν θκιο διαφορετικά πράματα η φορτούνα τζαί η φουρτούνα. Γιατί άμαν έσσιει φουρτούνα, μπορείς να σταθείς στην πρύμνη, να φωνάξεις δυνατά, να βρυγχηθείς τζαί να ταράξει η γη, η κόλαση τζαί ο παράδεισος, μπορείς να επαληθέψεις ότι είσαι βασιλιάς του εαυτού σου, να γονατίσουν που φόο όσα σε τρών σιγά σιγά κάθε μέρα σαν τον σκόρο. Φορτούνα.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Γουίνι δε ππού-και άλλα τέρατα της παιδικής ηλικίας

Εχτές ήμουν στην βιβλιοθήκη του πανεπηστημίου τζαί είπα να κάμω ένα ‘περίπατο’ μέσα στα ράφια των βιβλίων να τεντώσω λλίο τα πόθκια μου, να ξιττιλλάρει ο νούς μου। Ενώ επερνούσα που ένα διάδρομο είδα στα αριστερά μου μια σειρά που ράφκια που είσσιε παιδικά βιβλία। Μα ότι βιβλίο φανταστείς.Εγώ εστάθηκα μπροστά που μια συγκεκριμένη στοίβη βιβλίων. Του Γουίνι δε ππού, του Α.Α.Μίλν. Πρώτη φορά είδα το βιβλίο, επειδή εσυνηθίσαμεν τον ππού στην τηλεόραση ή πιο συγκεκριμμένα, σε πλαστικά πιάτα για πάρτι, σε μπαλόνια, βρακάκια για μωρά που θέλουν να κουβαλούν τον Γούινι όπου, μα όπου παν, σε κασεττίνες τζαί σε τούρτες γενεθλίων.

Με μια δόση ντροπής αλλά τζαί υπερηφάνιας επία στο ‘ταμείο’ να το νοικιάσω τζαί με τη στάμπα, τζαί τη νύχτα είχα το δίπλα που το κρεβάτι μου έτοιμο να το θκεβάσω. Αννοίω το τζαί άρκεψα να θκεβάζω. Ήβρα το πολλά εμπνευσμένο τζαί αρκετά για ενήλικους. Το χιούμορ –επίτηδες- έν απευθύνεται μόνο σε μωρά, κατ’ ακρίβειαν, πάω στοίχημα ότι μερικά αστεία εν θα εμπορούσαν να τα καταλάβουν τα μωρά σε οποιανδήποτε εποχή τζαί να εζούσαν τζαί όση Ελίτα τζαί να δουν.

Το θέμα όμως εν άλλο. Που την πρώτη σελίδα τζαί πάρακατω, είσσιε σημειώσεις με μολύβι μέσα στο βιβλίο για διάφορα αποσπάσματα, με μικρές παρατηρήσεις του συγκεκριμένου αναγνώστη. Ο λόγος που εν να έβρισκες ένα βιβλίο σαν τούτο σε βιβλιοθήκη πανεπιστημίου, εν για να αναληθεί σε κάποια ψαγμένη διατριβή, τούτο καταλάβω το. Αλλά που άνοιξα το βιβλίο εφανήκαν μου πολλά εχτός τόπου. Σαμπώς τζαί με κάθε ενήλικη λέξη επληγώνετουν η σελίδα, εχάνετουν η ουσία του παιδικού βιβλίου. Θυμούμαι κάποια άλλη μέρα είχα δεί ένα βιβλίο κάτι σαν «Η γυναικία παρουσία στον Γουίνι δε ππού».

Επροσπάθησα να το αγνοήσω αλλά εν εμπορούσα. Κάθε σελίδα που εγύριζα νέες σημειώσεις, νέες παρατηρήσεις κάποιου ατσίδα που εξεσκέπασε ανεπανόρθωτα τη δυναμική των δύο φύλων στον παιδικό βιβλίο του Μιλν. Μα το θεό εν εμπορούσα να το αγνοήσω.

‘Ηταν πολλά επώδυνο να θωρείς την προσπάθεια ενός ενήλικα να καταλάβει, να βαλει κανόνες, να διαμελήσει τζαί να αναλήσει τον παιδικό τούτο βιβλίο. Πολλά ειρωνικό που ο μόνος τρόπος να φκάλουμε νόημα που τούντον κόσμο που κάποτε ήμασταν μέρος του πριν μας παρασύρει το ρέμα της ενηλικίωσης, εν με το να μολύνουμε με τη λογική μας, τη τόσο ψυχρή, τον κόσμο τούτο. Πόσο πολλά απομακρυνθήκαμε που ότι απλό, ότι αγνό τζαι χωρίς συνέπειες ευχάριστο πράμα! Τζαί με πόση έλλειψη ντροπής εισβάλλουμε σε έναν κόσμο που εν καταλαβαίνουμε τζαί εν θέλουμε να καταλάβουμε με τί κανόνες λειτουργεί, με τί νόμους.

Εν άντεξα. Έπια ένα μολύβι τζαί στην πρώτη σελίδα που έγραφε κάπου μέσα στες σημειώσεις για “sub-text”, γράφω:

Όταν αρκέφκεις να μιλάς για “sub-texts”, μάλλον κάπου έχασες το νόημα του Γουίνι δε ππού.

Αλλά μάλλον εν θα το δεί ποττέ. Εν να συνεχίσει, όπως τζαί άλλοι, να αναλύουν τον Γούινι, τζαί άλλα απρόσιτα, άγρια τζαί επικίνδυνα τέρατα της παιδικής ηλικίας.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Dolce di far niente

H χαρά του να μεν κάμνεις τίποτε, έτσι απλά. Ξέρουν καλά οι Ιταλοί που τούτο. Εμείς μπορεί να μεν είμαστε τέλειοι αλλά μια φορά τεμπέληες εν είμαστε ποτέ.

Θέλω, τζαί προσπαθώ, να κάμω το dolce di far niente, τι χαρά του να μεν κάμνεις τίποτε, μέρος της ζωής μου. Θαυμάζω τους κάττους που μπορούν να κάτσουν με τες ώρες σε ένα τόπο τζαί απλά να μεν κάμνουν απολύτος τίποτε. Εν ξέρω αν σκέφτουνται κάτι, εν ξέρω πως μπορούν, αλλά θέλω να μάθω να το κάμνω. Ελαλούσα το κάποτε σε κάποιον τζαί είπε μου: μα εν γι’αυτό που στους αθρώπους αρέσκουν οι κάττοι. Εν τζίντην ηρεμία που εκπέμπουν που ζητούμε. Τζίντην συνέπεια στη ρουτίνα που αγαπούν. Οι σσίλοι βαρκούνται άμαν εν μόνοι τους, κάμνουν ζημιές, κλαιν. Οι κάττοι εν να κάτσουν σε ένα τόπο τζαί απλά εν να εν τζιαμέ όταν έρτεις πίσω, ο κόσμος να χαλάσει. Τούτο εν κάτι που το παραδέχουμαι αν τζαί είμαι φαν τον σσίλλων παραπάνω. Οι σσίλλοι εν συντροφκιά για μια ζωή, εν παρηγοριά για ότι κακό υπάρχει, εν σύμβολο όλων των πραμάτων που εν αγνών λόγω της άγνοιας τους. Αλλά σαν οι κάττοι, ξέρουν τα ούλλα, ξέρουν τί γίνεται, νιώθουν το παραμικρό, αλλά απλά παρακολουθούν.

Να περνούν οι ώρες που μπροστά μου τζαί γώ απλά να είμαι τζιαμέ. Όι να χάσκω ούτε να είμαι αχάπαρος, εννεν τούντο πόιντ, τόσα χρόνια τι εκάμναμε στο σχολείο άλλωστε?

Έσσιει μια σοφή κουβέντα ανάμεσα στους λεβαντήνους ελαιοπαραγωγούς που λαλεί πως υπάρχουν 3 σταθερά πράματα στη ζωή. Ο θάνατος, η αλλαγή τζαί τα ελιόδεντρα.

Έχουμε την δυνατότητα να κάμνουμε επιλογές, να καθορίσουμε τη ζωή μας τζαί το ρυθμό της. Τζαί ίσως να εκουράστηκα να βουρώ. Ίσως να μαζεύκω μαζεύκω ελιές τζαι στο τέλος να μου μείνει η αρμύρα.

Εν θέλω να είμαι τζίνος που μαζεύκει τες ελιές, θέλω να είμαι το δέντρο.