Τζιαμέ που περιμένεις το μάννα, έρκεται το κλάμα, τζιαι τζιαμέ που προετοιμάζεσαι για κλάμα, έρκεται το μάννα. Το μόνο που μεινίσκει τελικά εν να ζεις τζιαι να γελάς. Τζιαί το κλάμα του Θεού ένι.















































Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Ήλιος

Είμαστε οι άθρωποι του ήλιου. Οι Κυπραίοι. Στην Ουαλία ο κόσμος εν φαίνεται να εχτιμά πολλά τον ήλιο. Εν κάμνει πολλή διαφορά για τον ξένο αν έσσιει ήλιο ή αν βρέσσιει. Εμένα ούλλη μου η διάθεση κρίνεται που τα λλία κομματούθκια ήλιου που έσσιει ποτζί ποδά. Φαίνεται μου πως ούλλα αλλάσσουν. Γίνουνται ούλλα πιο ευχάριστα. Χαμογελώ τζαί θωρώ τον ουρανό που εν μπλε. Τί να τον κάμεις τον ουρανό άμαν εν γκρίζος? Οι ξένοι χαβά τους. Εν εμπιστεύκουνται τον ήλιο επειδή ποττέ εν είχαν σταθερή σχέση. Μιαν έρκεται μιαν φέφκει, αλλά πάνω απ’ όλα λείπει. Εμάθαν να βράζουν που τη θέρμανση τζαί να φκένουν έξω μες τη συννεφκιά. Ήβραν ωραίους τρόπους να επιβιώνουν μες την σσιοννιά. Με ένα καφέ στο σσιέρι, με μιά διατροφή ιδιαίτερη, πλούσια σε βαρετές γεύσεις που κάμνουν τους Κυπραίους να βαριστομασσιάζουν. Βούτυρος, μπέικον, σχεδόν καθόλου χόρτα, πατάτες, μετά μούρα τζαί μήλα. Μες την καρκιάν του χειμόνα προσφέρουν μιαν σίουρη ασφάλεια στους εγγλέζους. Εδημιουργήσαν μιαν κουλτούρα χειμόνα τζαί εν πολλά ενδιαφέρον. Όι μόνο επιβιώνουν, αλλά ανθίζουν μες το σσειμόνα. Οι Κυπραίοι είμαστεν αδέξιοι με τον σσειμόνα. Εν ξέρουμε πως να συμπεριφερτούμε. Πως να ανθίσουμε. Παγώνουμε τες ρίζες μας τζαί καρτερούμε τον ήλιο.

Εθκέβασα ότι παλιά υπήρχε μια θεωρία πως οι αθρώποι στες βόρειες χώρες, εν πιο δουλεφταράες που εμάς του νότου. Ότι ο ήλιος κάμνει μας να είμαστε τεμπέλιες, νωχελικοί, ενώ η απουσία του στες βόρειες χώρες κάμνει τους να εν συνέχεια σε εγρήγορση.. Στην Ιταλική ιστορία, είσσιεν μιαν φάση πως η μόνη δικαιολογία που εδιούσε η Αυστρία τζαί η Γαλλία για το ότι είχαν την μερίδα του λέοντος στην Ιταλία, ήταν επειδή, οι ηλιοπαρμένοι Ιταλοί, εν εμπορούσαν να οργανωθούν λόγω της ηλιόλουστης διάθεσης τους.

Ο Καζαντζάκης επερίγραφε μιαν συζήτηση που είσσιεν με ένα εγγλέζο φίλο του, που του ελαλούσε πως όσες θρησκείες τζαί να αλλάξαμε πάντα ένα θεό έχουμε. Τον Απόλλωνα, το θεό του ήλιου. Ίσως να έσσει δίκαιο. Πόσες φορές το χρόνο πάμε θάλασσα? Πόσες πάμε εκκλησία? Εσυνέχισε τζαί είπε πως αγαπά μας ο ήλιος εμάς τους νότιους, ένας ήλιος καλόβολος που εν μας αφήνει να μάθουμε τη σημαίνει να ζείς μιαν άγρια συννεφιασμένη ζωή που πάντα βρέχει. Εμείς είμαστε «ότι βρέξει ας κατεβάσει». Ξέρουμε ότι εν να έρτει ο ήλιος μετά τζαί σε μια μέρα εν να ξιάσουμε τη βροσσίη.

Τούτη η αγάπη προς τον ήλιο μεταφράζεται σε πολλά πράματα. Στη συμπεριφορά μας. Εν εν έτσι χλιαρή, προβλεπόμενη(εννα βρέξει λλίο οξά εν να βρέξει πολλά?)όπως τον εγγλέζικο καιρό. Εν πυρά ο χαραχτήρας μας. Ότι κάμνουμε, κάμνουμε το με υπερβολή. Όπως ο κυπριακός τζαιρός. Αν θα έσσιει ήλιο εν να εν πύρουλλος, αν πει να βρέξει, ποιος τον είδε τζαί δεν εφοήθηκε. Αν θα λυπηθούμε εν να είμαστε καταθλιπτικοί, αν θα σσιερούμαστεν πετούμε, αν νευριάσουμε, ποιός μας είδε τζαί δεν μας εφοήθηκε. Τζαί όπως είπα, είμαστε αδέξιοι χωρίς τον ήλιο. Έξω που τα νερά μας. Τζαί κοιτάζουν μας παράξενα οι ξένοι που οι ηλιοκαμένοι Κυπραίοι θκιαλέουμεν την Αγγλία. Που καρτερούμε να μπούμε της πόρτας για να βράσουμε. Που βρέσσιει τζαί πιάνει μας η κατάθλιψη, κόφκεται μας η όρεξη για οτιδήποτε. Καθούμαστεν μες το δωμάτιο μας τζαί εν λαχτούμε. Πέρνουμεν ομπρέλα όπου πάμε. Φαινούμαστε αδέξιοι, τζαί νωχελικοί. Τραγικά παιθκιά του Ήλιου που τον απορρίψαν τζαί τωρά πιερώνουν τα σπασμένα. Φαινούμαστε τεμπέλιες τζαί απροστάτευτοι στους παγωμένους Εγγλέζους που εμάθαν να ζουν στην παγωμάρα που μας αηδιάζει. Απροσάρμοστοι.

Αλλά άμαν φκεί ο ήλιος... Εν το γέλιο του Κυπραίου που ακούεις μες το δρόμο να σπάζει την παγωμένη ησυχία των Εγγλέζων. Εν την Κυπριακή καρδιά που θκιαλέει ο Απόλλωνας να σσιερετήσει. Εν του Κυπραίου η σκέψη που γίνεται καθαρή, που αστράφτει σαν τα νερά του νησιού μας. Εν ο Κυπραίος που ανεβαίνει δέκα σκαλιά πάνω που τους άλλους, για να φτάσει τον ήλιο, όι ότι θέλει τζαί καμιάν ιδιαίτερη προσπάθεια. Εν για μας που χτυπά η φλογερή καμπάνα τζαί για τούτο που είμαστε τζαί μεις φωθκιά.

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Τους αθρώπους -τα ερείπια.

Έμαθα κάτι σήμερα. Στην Αρχαϊκή Ελλάδα, οι ναοί εχτίζουνταν αρχικά σε υψώματα, στην άκρια μιας πεδιάδας. Ήταν εμφανείς στους παραπάνω κατοίκους της πόλης που απλώνετουν που κάτω. Οι ναοί τούτοι ήταν μέρος της ‘εξοχής’. Ήταν μες την πρασινάδα. Στην πόλη εκόφκαν τα δέντρα για να χτίσουν δρόμους, σπίθκια κλπ. Τούτο για τους Έλληνες της εποχής ήταν συμβολικό. Ο οικιστικός χώρος εσυμβόλιζε τα εφήμερα, όσα εν να χαθούν, τον τόπο που εν υπάρχει η πραγματική δύναμη. Ο ναός που εβρίσκετουν στην φύση, εσυμβόλιζε την αθανασία, το αιώνιο, το σταθερό, μακριά που την μόλυνση του αναπόφευκτου θανάτου των αθρώπων. Εκοίταζε κάτω τους θνητούς τζαί υπενθύμιζε τους που βρίσκεται η πραγματική ζωή, πως ότι ζουν τζίνοι, για ότι αγχώνουνται, ότι έχουν πιο κοντά στην καρδιά τους τζαί ότι μισούν πιο πολλά, εννεν τίποτε στην ουσία. Εν τόσο εφήμερο όσο η πόλη τους.

Φυσικά τούτο αποδείχτηκε πέρα για πέρα σωστό. Οι αθρώποι επεθάναν, εγίναν σκόνη, αλλά έμειναν οι ναοί. Πληγωμένοι, μαυρισμένοι, χωρίς αίγλη, αλλά ζωντανοί.

Η απόσταση που είχαν που την πόλη, ήταν επίσης συμβολική. Ούτε πολλά κοντά, ούτε πολλά μακριά. Όι αρκετά κοντά για να επηρεαστεί που την θνησιμότητα των κατοίκων, προσβάλλωντας τους θεούς, ούτε αρκετά μακριά για να ξεχάσουν οι αθρώποι που βρίσκεται η δύναμη.

Σήμερα οι εκκλησίες εν παντού. Μεγάλες εκκλησίες που κάμνουν τους μικρούς αθρώπους να υποφέρουν. Αφιλόξενες, καμωμένες που αθρώπους για ένα χάρτενο θεό που εντυπωσιάζεται με βρώμικες κόλλες με διψήφιους τζαί τριψήφιους αριθμούς. Εν εν μια διακριτική ύπαρξη σε μια γωνιά, που συμπληρώνει τη ζωή μας με τη θύμηση μιας αλήθκειας αδιαπραγμάτευτης, του θανάτου, ούτε μέρος του αιώνιου, σε μιαν απόσταση ασφαλή που τη σταματά που το να μολύνεται που μας τζαί που το να μας μολύνει με την ανέγγιχτη αθανασία της.

Θυσιάζουμε ότι πιο πολύτιμο, τα μωρά μας-το μέλλον μας, μέσα στα έγκατα τούτων των ναών-θυσιαστήριων, μέσα στα χρυσάφκια, με λόγια ακαταλαβίστηκα. Ερκούμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με το χειρότερο θάνατο του αθρώπου, τον πνιγμό, τζαί με τούτο, γιορτάζουμε, δήθεν τη ζωή. Τη ζωή που εν τελειώνει. Η αθρώπινη σάρκα γυμνή, απροστάτευτη που τα φλας των φωτογράφων, που τα βλέμματα αθρώπων αδιάφορων, που τα γέρικα σσιέρκα αθρώπων ανέραστων, χωρίς πάθος για οτιδήποτε, πόσο μάλλον για ζωή, που κρατούν σφιχτά το τρομοκρατημένο μέλλον. Νοθεύουμεν το αγνότερο πράμα που υπάρχει τζίνη την ώρα εν ζωή, με αλκοόλ, μεταμφιεσμένο πίσω που το όνομα αίμα. Σαν να εν κάτι καλλίτερο έτσι. Τζαί το αγνό πλάσμα γίνετε μεθυσμένος καννίβαλος. Κρεμάζουμεν του μια χρυσή αλυσίδα στο λαιμό για να μεν ξεχάσει τη έπαθε. Τι του εκάμαμεν.

Όταν πεθάνουμε αποχαιρετούν μας σε τούτον τον τόσο ξένο χώρο. Θυμίζουν μας με ειρωνεία την υπόσχεση που μας εδώκαν όταν ήμασταν βρέφη τζαί εκλαμουρίζαν μας, τζαί εκλέφκαν μας την αθωότητα μας εν αγνοία μας. Ότι η ζωή μας μετρά μόνο αν το εγκρίνει η εκκλησία, τζαί τελειώνει μόνο όταν εν έχουμε κάτι άλλο να της προσφέρουμε.

Μα ο ναός των χιλιάδων χρόνων ακόμα στέκεται, τζαί μελετούμεν τον, τζαί ακόμα θωρεί τα ερείπια που εμείναν. Τα ερείπια τους αθρώπους. Που συνεχίζουν να ελπίζουν σε τζίνο το αθάνατο που εν θα τους δωθεί ποττέ. Θωρεί κάτω με το ίδιο σίουρο βλέμμα που είσσιε πριν τόσα χρόνια. Τους ναούς μας σήμερα προσπερνούμεν τους κάθε μέρα με αναίδεια, αδιαφορία. Εν σημαίνουν τίποτε, ούτε εν να σημαίνουν. Σύρνουμεν τους πομπάρτες το Πασχα τζαι κλέφκουμεν τες εικόνες που μέσα. Τες Κυριακές γίνουνται χώρος κουτσομπολιού τζαί ενίοτε εν επιχειρήσεις για να πει το όνομα σου ο παπάς έναντι αμοιβής, για να γοράσεις άρτους ή για να κάμεις παζαράκια τζαί παναίρκα.Ακόμα τζαί οι υπηρέτες της, βεβηλώνουν την με την κλεψιά, την ίδια αμαρτία που συγχωρούν σε απρόσωπα πλάσματα που εν να ξαναπάν σε λλίους μήνες να συγχωρεθούν-ξανά.

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Ευχή

Με την μάνα μου εν τα πάμε πολλά καλά. Ούτε άμαν είμαστε μαζί ούτε άμαν είμαστε χωριστά εν μπορούμε να συνυπάρξουμε. Μπαίνει μες το πετσί μου πολλά εύκολα. Ξέρω ότι εν επειδή της μοιάζω, αλλά όσο τζαί να προσπαθώ εν μπορώ να της έχω την αδύναμία που της είχα που ήμουν μιτσής. Όπως είπα είμαστε παρόμοιοι, τζαί εν να ήταν ψέμα να μεν το παραδεχτώ, αλλά έχουμε βασικές διαφορές που εν τέλει οδηγούν μας σε διαφορετικούς δρόμους τζαί προορισμούς. Έπηα μιαν κάρτα για τη γιορτή μου τζαί για τα γενέθλια μου που μου έστειλε που την Κύπρο. Γράφει μεταξύ άλλων:

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ λεβέντη μου
Να τα εκατοστήσεις
τζι' ότι ζητάς, τζ' ότι ποθείς
σύντομα ν' αποχτήσεις.
Να μεν σπέρνεις
Τζαί να γιωρκάς
Να μεν γιωρκάς
τζαί να' σιεις
Ούλλου του κόσμου τα καλά
μες την ποθκιά σου να' σιεις.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΛΑ,
ΧΡΟΝΙΑ ΕΥΛΟΗΜΕΝΑ
Μα πάντα ο πόνος τζ' η χαρά
πάσειν ζευκαρωμένα.

Τζαί αμέσως εθυμήθηκα τζίνο που έχω γραμμένο πάνω πάνω στο μπλογκ μου που κάτω που τον τίτλο...

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Ουαλέζικη έρημος

Εξύπνησα μες σε ένα δωμάτιο ξένο. Ξένο αλλά δικό μου. Έξω έβρεσσιε τζαί έπρεπε να φκώ έξω για χόρτα τζαί φρούτα. Έβαλα το μαγιό μου, ... ... ... What??! Ε ναί.. Εν έθελα να βρέξω τα παντελόνια μου, έτσι έβαλα ένα κοκκινο-μπλε-άσπρο χαβανέζικο μαγιό, έβαλα τζαί το σακάκι μου τζαί εφκήκα έξω. Τελικά εν έβρεσσιε όσο ενόμιζα αλλά είπα σίκκιμέ, μιαν ζωή την έχουμε. Το σίκκιμέ... Η κινητήριος δύναμη για πολλά σπουδαία πράματα. Τζαί φυσικά η μεγάλη αλήθκεια που ακολουθεί, μιαν ζωή την έχουμε.

Στην επιστροφή είσσιεν μες σε ένα πεζόδρομο, 2 αθρώπους ντυμένους πούλουκκους, όπως έσσιει σε κάτι αμερικάνικες ταινίες έξω που τα KFC ή μέσα σε σούπερμαρκετ τζαί διαφημίζουν πράματα. Εν ηξέρω τί εδιαφημίζαν. Ο ένας ήταν αρκούδα τζαί ο άλλος τίγρης. Χαριτωμένους φανταστείτε τους όι στιλ Χαλοουίν. Την ώρα που επερνούσα, επήραν τους χαπάρι κάτι μωρούθκια. Επήαν τζαί εσταθήκαν μπροστά τους, στην αρκή κάπως «μαγκωμένα», εν εξέραν πως να συμπεριφερτούν. Οι πούλουκκοι, αννίαν τα σσιέρκα τους, εκάμναν πελλαρούες να γελάσουν τα μωρά. Εκερτίσαν τα. Σε λλία δεφτερόλεπτα, κάμποσα μωρούθκια, εγγλεζούθκια, ουαλεζούθκια, ινδούθκια εμαζευτήκαν γυρώ τους τζαί επιάνναν σειρά για αγκαλιές.

Εξαφανίστηκε το καθήκον των πούλουκκων, που ήταν να διαφημίζουν ότι είχαν να διαφημίσουν, τζαί έμεινε η ουσία της Ανθρώπινης ψυσσιής. Η αγάπη, η ανάγκη για ενδιαφέρον, για μια αγγαλιά, για λλίην επαφή. Εκοντοστάθηκα για λλία δεφτερόλπετα τζαί εχάζεψα τη φάση. Θκιο τεράστιους πούλουκκους να αγγαλιάζουν έναν μπουλούκκι μωρά, να ξέρουν ότι έννεν για τούτο που πιερώνουνται, αλλά να μεν τους κόφτει, πίσω που τα ψέφτικα χαμόγελα της μάσκας τους, να κρύφκουνται χαμόγελα αληθινά.Πίσω που τα μαλλιαρά σσιέρκα που εχαιδέφκαν τα κκελούθκια των μωρών, εκρύφκουνταν θκιο ζεστά, ανθρώπινα σσιέρκα, που ποττέ κάτι τόσο αθώο, εν τους εδώθηκε με τόση αγάπη, με τόση εμπιστοσύνη, σε ούλλη τους τη ζωή. Πίσω που τα συνθετικά κοστούμια, εκρύφκουνταν θκιό κορμιά αθρώπων, πεινασμένα για λλίην επαφή, για λλίη αγνότητα, για λλίη πίστη πως ναι μπορεί να έβρεις ένα τριαντάφυλλο μες τους θάμνους τους απροσπέλαστους, με τα αγκάθκια, ας εν τζαί λλίο πληγωμένο, λλίο ξεχαρβαλωμένο.

Εσκέφτηκα, με λλίην αγωνία,.. εν τούτο που χρειάζεται? Εν εν αμαρτία, αν για να σου ανοιχτεί ο άλλος, για να σε αγκαλιάσει, για να σου χαρίσει ένα χαμόγελο, να σου δώκει ένα κομμάτι της ψσισσίης του, μιτσήν αλλά αγνό, να χρειάζεται μια μάσκα? Ένα κοστούμι ψέφτικο, καμωμένο που μια μηχανή? Το αθρώπινο κοστούμι, καμωμένο που τα πιο ξεχωριστά υλικά, με τη σοφία τζαί τη μαεστρία που μόνο το σύμπαν ξέρει να βάλλει σε ότι δημιουργεί, έν κάμνει?

Επροχώρησα. Σαν εδιασταύρωνα ένα δρόμο, ήρτε στα σσείλη μου «το τραγούδι της ερήμου». Άρκεψα να το σφυρώ, αγαπημένη μου συνήθεια. Ο δρόμος όφκερος, τζαί γώ να βάλλω ούλλη μου την τέχνη να το σφυρώ. Δυνατά, καθαρά, παθιασμένα, σαν την ψυσσιή που ονειρέφκουμε να έχω. Σε μιαν πόλη, λλίο γκρίζα, λλίο ξένη, λλίο ακατάδεχτη. Σαν την ζωή που αποφεύγω να ζω. Κάποια φάση εσταμάτησε να μεν έσσει κόσμο γυρώ, αλλά εγώ εσυνέχισα. Σίουρα εφαίνουμουν αστείος, μες το μαγιό, να σφυρώ σαν να μεν έσσιει κανένα τζιαμέ. Αλλά εν εσφυρούσα επειδή εν με έκοφτε ο κόσμος. Εσφυρούσα επειδή ο κόσμος ήταν τζιαμέ. Έφερα λλίη ζεστή έρημο μες την καρκιά του κρύου Κάρντιφ, τζαί χωρίς αντροπή, μες το αθρώπινο κοστούμι μου, έψαχνα να έβρω το δικό μου τριαντάφυλλο μες στους δρόμους τους απροσπέλαστους, με αθρώπους που κοιτάζουν υπεροπτικά, που με τα αγκάθκια τους μάχουνται να πληγώσουν το τριαντάφυλλο που γυρέφκω. Που εν λλίο πληγωμένο, λιο ξεχαρβαλωμένο, αλλά πάνω απ’ όλα δικό μου.