Τζιαμέ που περιμένεις το μάννα, έρκεται το κλάμα, τζιαι τζιαμέ που προετοιμάζεσαι για κλάμα, έρκεται το μάννα. Το μόνο που μεινίσκει τελικά εν να ζεις τζιαι να γελάς. Τζιαί το κλάμα του Θεού ένι.















































Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

Αλμυρές Αλχημείες

«Άδε, Άδε!!», λαλεί ο θείος με μια κάποια περηφάνια σηκώνοντας το πιρούνι του θριαμβευτικά. Ένας τεράστιος καράολος κρέμεται που πάνω, τζαί ούλλοι είμαστε κάπως «Όι ρε, μάσσιαλλα»…

Καθούμαστε σε ένα τραπέζι πιο γεμάτο που άλλες φορές, με φαγιά που εν κολλούν μεταξύ τους (σουπιές, καραόλους με ρύζι, μανιτάρκα αναδρύκας, ψητό, σαλάτα, λαός ξυδάτος), τα πιάτα γεμάτα με ούλλα που τούτα τα φαγιά τζαί ούλλοι μιλούμε για φαί. Η κουβέντα ππέφτει στες χύτρες ταχύτητας, τζαι εγω διηγούμαι κάτι που έγινε στην Πολίτικη κουζίνα, ενώ η θεία μου συνεχίζει με μιαν παρόμοια ιστορία που της εσυνέβηκε, όπου εκράγηκε η χύτρα, επετάχτηκε ως το ταβάνι τζαί έππεσε κάτω για να μοιράσει την κουζίνα που έψηνε στα 2 ενώ ταυτόχρονα να βρέχει παραβρασμένο φασολάκι. Γελούμε ούλλοι τζαί συνεχίζουμε να τρώμε. Ο παππούς μου εξηγά σε ούλλους πως ένας τρόπος να φκεί ο καράολος που μέσα εν να του φκάλεις μια τρύπα, να φυσήσεις δυνατά τζαί τζίνος, αρκετά σίουρα, εν να πεταχτεί έξω, τίτσιρος τζαό πεντανόστιμος. Για του λόγου το αληθές, φυσά μες τους καραόλους τζαί γίνεται πρασινομπλέ που την προσπάθεια, ενώ οι καράολοι πετάσσουνται δεξιά αριστερά, πετάσσοντας καφέ ζουμιά πας το τραπέζι με τη γιαγιά μου να σκέφεται «ούφφου τούτος ο άντρας μου».

Τρώμε, σπάζουμε, τζαί επειδή η κουβέντα τζαί η διάθεση τραβά το, πάμε για ακόμα ένα γύρω, βιώνοντας τζίνο που λαλούν η Γάλλοι σαν τρύπα στο στομάχι, που ενώ έφαες ήδη αρκετά, κάτι έγινε τζαί μπορείς να συνεχίσεις χωρίς πρόβλημα.

Στο τέλος εν έσσιει γλυκό. Η γιαγιά μου φέρνει κάτι τέλεια φοινίτζια τζαί καρύθκια πίκανς. Σπάζει τα ο θείος μου τζαί μοιράζει τα σε ούλλους σαν να κάμνει αρχαίο δώρο όπως τζίνα των πρώτων αθρώπων, που εμεινίσκαν σε σπηλιές. Δεχούμαστε το δώρο με ασυναίσθητη ευλάβεια τζαί εντικτωδώς, κάμνουμεν ούλλοι «σάντουιτς» κλείοντας τα καρύθκια σε φοινίτζια. Το καλύτερο πράμα για μετά το φαί. Ούτε γλυκά του ζορπά ούτε τίποτε.

Στην Κύπρο το φαί εν μέρος της καρδιάς μας. Μια διαφήμιση ψωμιού μπορεί να μας συγκινήσει, ούλλη μας η ζωή περικλείεται σε συγκεκριμένες γεύσεις. Για μένα η λουκανικόπιττα σφραγίζει το σχολείο, οι σοκολάτες τα Χριστούγεννα στο χωρκό, το μήλο τζαί το τυρί σε ένα πλαστικό μπωλ τη γιαγιά μου, την αναρή τζαί την τομάτα την μάνα μου, τες σοκολάτες του αεροδρομίου τες Λίντ, τον παπά μου. Το σάντουιτς σύκου με αμύγδαλο μέσα τον παππού μου. Το κέικ ιντοκάρυδο τη θεία μου σε μιαν εποχή που η απόσταση εν μας εχώριζε, που την αγαπούσα τζαί έδειχνα της το.Την Άντρεα τη πρώτη μου αγάπη στα 7-8 μου εσφράγισε την η ανά,μηση του να καθούμαστε σε ένα παγκάκι, τζαί να τρώμε κούννες πανέ, εγώ το πόξω τζαί τζίνη το μέσα, κάμνωντας την δική μας θεία κοινωνία. Τζίνη του αθώου του έρωτα. Τη Νικόλ των παιδικών μου χρόνων, σφραγίζει την η Κιτ Κατ που μου εχάρισε για να μου πει πως με αγαπά στην εκδρομή. Την αρφή μου οι τρούφες, που ως τα σήμερα πιστέφκω εν οι καλλίτερες που υπάρχουν. Πλάθωντας τες κρυφά την ώρα που τζοιμάται η μάμμα μας, για να μεν θυμώσει. Το πρώτο φαί που έκαμα, πίτσα με σλάις, πουμαρό τζαί τυράκι, βάζωντας την στο μάικρογουέιβ, με το ψωμί να γίνεται παπάρα. Ενστικτωδώς της επόμενη φορά βάλλω ρίγανη, ακόμα εν ξέρω γιατί τζαί γίνεται το αγαπημένο μου σνακ. Ακόμα τζαί σήμερα, κάμνω μιαν βελτιωμένη έκδοχή με σπιτική ζύμη. Τα αχλάθκια αρέσκουν μου μόνο τζαί μόνο επειδή έχω μιαν ανάμνηση να είμαι πολλά μιτσής τζαί να τρώω αχλάδι μπροστά στην τηλεόραση. Έσσιει τουλάχιστον 3-4 χρόνα να φάω, αλλά αν με ρωτήσεις εν τω αγαπημένο μου φρούτο.

Το γυμνάσιο σφραγίζει το η φεττόποττα της καττίνας τζάι οι κίντερ οι σοκολάτες. Τον φίλο μου τον ένα σφραγίζει τον η βάρκα αμυγναλωτού, την άλλη τα προν κράκερς, το πρώτο πράμα που έφα που τα σσιέρκα της. Όταν ήμουν τελειόφοιτος, εσφραγίστηκε η χρονιά που τα πικ νίκ στην αυλή. Κάθε φορά τζαί πιο μεγάλα. Με αποκορύφωμα το (αποτυχημένο) φοντύ.

Στην Κύπρο έχουμε παροιμίες για το ψωμί τζαί το αλάτι, για τα παιδιά του φρονίμου, ξέρουμε ότι αν δεν φάεις το αυγό σου εν θα μεγαλώσεις, αν δεν πιεις το γάλα σου εν θα ψηλώσεις, αν δεν φάεις το φαί σου εν θα γίνεις δυνατός. Στα δημοτικά μας μαθαίνουμε τα μωρά μας να μαιρέφκουν στα οικοκυρικά, ήντα τταλαττούρκα, ήντα δούκισσες θυμούμαι εκάμναμε. Στην Κύπρο η ζωή μας συνοψίζεται στα πισκόττα μόρνιν κόφι. Βουττημένα μες τον καφέ. Στην Κύπρο γιορτάζουμε την ζωή με φαί τζαί αποχαιρετούμε την με φαί. Κόλλυφα. Γλυκό για να πολεμήσουμε το πικρό σε μια μάχη χαμένη. Εν τζαί τζίνο μια κάποια παρηορκά.

Σε μια χώρα που εν απόλυτα φυσιολογικό να σηκώσεις κάτι τόσο ταπεινό όπως έναν καράολο με θρίαμβο, ξέρεις πως εν να βρείς αθρώπους που σαν τζίνους εν έσσιει ο κόσμος. Που η κάθε τους μέρα που αξίζει να θυμάται ο ανθρώπινος νους σφραγίζεται τζαί που ένα συναίσθημα. Τζαί τζίντο συναίσθημα που μια γεύση.

Που είμαι στο εξωτερικό, οι συγκάτοικοι μου θωρούν με να αννίω φύλλα, να κάμνω πίττες, να ξεκινώ τη μέρα μου με μέλι, να στολίζω το δωμάτιο μου με λεμόνια, να τσιγαρίζω, να καβουρδίζω, να σωτάρω, να κόφκω, να παραγεμώνω, να μοιρίζω την κανέλα, να βάλλω αλάτι με το μμάτι, να σύρνω πράματα μες την κατσαπόλα που εν ξέρουν τι ένι: δάφνη, κάρδαμο, άγριο θυμάρι. Κάθε μέρα θωρούν με συγκαταβατικά, παράξενα, αφού ξέρουν ότι μπορείς να σύρεις κάτι της μιας λίρας μες το μάικρογουέιβ. Αλλά αν τζίνοι θωρούν με συγκαταβατικά μια, εγώ θωρώ τους δέκα, γιατί ξέρω ότι εν απλά θεατές. Θεατές σε μια παράσταση που διώ ξεδιπλώνοντας ούλλες τζίντες θύμησες, τες μεταμφιεσμένες πίσω που γεύσεις άγνωστες σε τζίνους. Γεύσεις-κλειδία του γρίφου που είμαι για τζίνους, όταν μαιρέφκω τες αλχημείες μου πάνω που καζάνια που βράζουν κάτι νύχτες που σσιονίζει τζαί η μοναξιά μου εν πιο μεγάλη που την πείνα μου.

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Γιορούμπα

Οι Γιορούμπα, ήταν μιαν Αφρικάνικη φυλή που έζησε στην Δυτική Αφρική, κάποια φάση μ.Χ. Απόγονοι τούτης της φυλής υπάρχουν ακόμα τζαί σήμερα σε κομμάθκια της ηπείρου. Στην πόλη Ίφε, οι Γιορούμπα άκμασαν όσο, πιθανόν, καμιά άλλη Αφρικανική φυλή. Η τέχνη τους έφτασε σε ένα επίπεδο που έκαμε πολλούς να την συγκρίνουν, όι σε στύλ, αλλά σε ποιότητα, με έργα της Αναγέννησης. Πολλοί αρχαιολόγοι, επιστέφκαν για χρόνια πολλά ότι τα δείγματα τέχνης που εβρίσκαν ήταν του λαού της χαμένης Ατλαντίδας, γιατί εν εμπορούσαν να πιστέψουν ότι μια Αφρικανική φυλή, ήταν ικανή να δημιουργήσει κάτι τόσο εξαιρετικό, τζαί συγκεκριμμένα τις μάσκες τους τες ξύλενες.

Συνήθως οι λαοί, όταν πρόκειται να αφιερώσουν τον χρόνο τους, τους πόρους τους, την ενέργεια τους για τη δημιουργία τέχνης, σημαίνει εφτάσαν σε ένα σημείο που έχουν την άνεση η τέχνη να αποχτήσει θέση στη ζωή τους. Ας πούμε, άμαν πεινάς, έν εν η πρώτη σου δουλειά να αφιερωθείς στην τέχνη, αλλά να έβρεις φαί, να χτίσεις μιαν κοινωνία δυνατή που να μπορεί να εκμεταλλευτεί τους πόρους της. Όταν εν να δημιουργήσεις κάτι δηλαδή, εν επειδή γεννιέται πλέον η ανάγκη για τζίνο τζαί όι έτσι για το χάζι. Εύκολο να καταλάβει κάποιος την ανάγκη για τα αγγεία, τα ρούχα, τες προσφορές στους θεούς που εν μια μορφή τέχνης. Αλλά τες μάσκες?

Τί σπρώχνει, όι έναν άθρωπο, αλλά μιαν φυλή, να δημιουργήσει μάσκες? Τζαί όι ότι τζαί ότι.. Μάσκες αγριωπές, στο χρώμα της καμένης γης, με χαραχτηριστικά σκληρά, που σε παγώνουν με το βλέμμα τους έστω τζαί αν τα μμάθκια τους εν όφκερα.

Σκέφτουμαι συχνά τα πιθανά γιατί. Σκέφτουμαι συχνά τζαί πως όταν μια κοινωνία έσσιει την ευχέρεια να ασχολείται με την τέχνη, σημαίνει ότι τότε ξεκινούν τζαί τα προβλήματα. Η απομυθοποίηση όσων έθελε να δημιουργήσει έρκεται σε ένα μοιραίο κύμα ντεστρούδο τζαί αφήνει πίσω αθρώπους συντρίμμια. Η διαφθορά, η ζήλεια, η ανισότητα, η εκμετάλλευση, γεννιούνται σιγά σιγά τζαί τρων τες ψυσσιές των κάποτε αγνών αθρώπων που απλά εθέλαν μιαν πιο άνετη ζωή. Νομίζω εν σε τζίντο σημείο που αρκέφκει ένας λαός να δημιουργεί μάσκες. Μόλις ανεβεί στην κορυφή (λιμπίντο) τζαί εν θέμα να αρκέψει να ταλαντεύεται τζαί εν τέλει να ππέσει (ντεστρούδο). Μόλις εν ανάγκη να δημιουργηθούν τζαί οι μεταφορικές μάσκες. Τζίνες που προσπαθούν να κρύψουν την ανειλικρίνεια πίσω που ένοχα μμάθκια. Τζίνες που κρύφκουν τα χαμόγελα ικανοποίησης που εξεγελάσαν κάποιον. Τζαί τζίνες που εν τέλει κρύφκουν τα δάκρυα πριν τα δεί κάποιος τζαί σαν θύτης επιτεθεί στην τραυματισμένη λεία.

Όταν έμαθα για τούτες τες μάσκες εκατάλαβα ότι στη ζωή μου, όταν έφτανα στο ποιο ψηλό σημείο τζαί η πτώση ήταν θέμα χρόνου, είχα μια μάσκα των Γιορούμπα να με κοιτάζει. Με τζίνο το βλέμμα της καμένης γης. Που εν αφήνει τίποτε να φυτρώσει. Τζαί πράγματι όταν έππεφτα, ήταν σαμπώς τζαί η ίδια μάσκα εθώρεν με τζαί εγελούσε. Λλίο παράδοξο, μιας τζαί πολλές φορές οι μάσκες τούτες έχουν δάκρυα χαραγμένα πάνω τους. Μια ξύλενη φάτσα εθωρούσε με χαρά τζαί λύπη. Χαρά επειδή για τούτον εφτιάχτηκε. Για να θωρεί τους αθρώπους να ππέφτουν, σαν μοιραία ντόμινο σε ένα παιχνίδι χαμένο που την αρκή. Όμως τζαί με λύπη, γιατί πίσω που τζίνην τη μάσκα, κρύφκεται ενα πρόσωπο, που τα δάκρυα μετάνοιας του ήταν τόσο ασυγχώρητα, που εχαράξαν τον δρόμο τους πάνω στην μάσκα. Τζίνη, της καμένης γης.

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

Ο θεός των μικρών πραγμάτων

Μερικές φορές γίνουνται πράματα που μας κάμνουν να παραμελούμε ότι αγαπούμε. Ότι έσσει σημασία. Λαλούμε στους εαυτούς μας ότι τζαί τούτο που κάμνουμε εν σημαντικό, ότι πρέπει να έχουμε προτεραιότητες, ότι, ότι, ότι. Η ουσία εν ότι στο τέλος της ημέρας εβουρούσαμε σαν τους πελλούς κοιτάζοντας χαμέ, επαρακαλούσαμε –με λλίες τύψεις, να μεν έβρεσσιε για να γίνει η μέρα μας λλίο πιο εύκολη, επροσπεράσαμε τον άθρωπο που μας αρέσκει κρυφά χωρίς ένα γειά ή ένα χαμόγελο, έστω τζαί αν τζίντην ώρα επονήσαμε που μέσα μας, εμιλήσαμε 2 λεπτά κλεφτά με τον παπά μας γιατί «Σόρι παπά, έχω μάθημα», ενευριάσαμε με τα πατημενα φύλλα χαμέ που γλιστρούν τζαί κάμνουν σκουίκ σκουίκ.

Είμαστεν όμως αθρώποι, τζαί αρέσκει μας να νιώθουμε ότι βουρούμε, ότι έχουμε να φτάσουμε κάπου, να είμαστε στην ώρα μας, να κάμουμε τζίνο που πρέπει, τζαί να το κάμουμε καλά -για μας όι για τους άλλους, να προσπερνούμε με χάρη τζαί αδιαφορία άλλους αθρώπους που περπατούν νωχελικά γιατί εμείς έχουμε να πάμε κάπου. Τζαί τούτο έννεν κακό. Εν αθρώπινο. Αρέσκει μας το μπράβο. Όι το Καβαφικό, το αδιάφορο τζαί το ψεύτικο της σατραπείας. Τζίνο της περηφάνειας, τζίνο που εν να δώκεις εσύ του εαυτού σου στο τέλος της ημέρας που επήαν ούλλα καλά.

Πάλε όμως τελειώνει η μιά μέρα με το μπράβο της τζαί ξεκινά ή άλλη προς μια νέα αναζήτηση του μπράβο.

Έσσιει φορές όμως που τούτο αλλάσσει. Γλυκανίσκει τον δειν σου. Θωρείς πως ο άθρωπος εννεν μόνον για να προσπερνά δήθεν αδιάφορα τζαί με χάρη τον δίπλα του, αλλά για να εκπληρώνει τζίνον των ποιο ωραίων σκοπών του, του να ένι ο θεός των μικρών πραγμάτων. Τίτλος κλεμμένος βέβαια που βιβλίο, αλλά νομίζω η συγγραφέας πρέπει να τον εσσύλαβε σε μια στιγμή πανανθρώπινης έμπνευσης όι προσωπικής περισυλλογής, τζαί νιώθω ταιρκάζει απόλυτα για να τον χρησημοποιήσω.

Ο θεός των μικρών πραμάτων. Τζίνων που προσπερνουμε δήθεν αδιάφορα τζαί με χάρη, μαζί με τους αθρώπους, τζίνων που αγαπούμε αλλά παραμελούμε για ένα μπράβο, τζίνων που μας κάμνουν να λαλούμε ότι, ότι, ότι για να δικαιολογηθούμε. Το μπράβο, εστέρησε μου πολλές αγκαλιές. Εστέρησε μου την αγάπη, ή την απάτη της αγάπης. Το μπράβο που έδωκα του εαυτού μου ελησμόνησα να το δώκω τζιαμέ που πρέπει. Σε τζίνα τα μικρά, τα απλά, τα διακριτικά, που εν μιλούν αλλά εν τζιαμέ, όπως ένας καλός φίλος, τζίνα που χωρίς πομπώδη λόγια τζαί παρελάσεις εν πάντα μα πάντα τζιαμέ για σένα, είτε με πτυχίο είτε χωρίς, είτε με επιτυχία ή δίχως. Τζίνη η βροσσίη που καταριέσαι εν τζιαμέ για σένα. Εν τζιαμέ για Σενα. Τζαι εν θα σταματήσει ώσπου να την προσέξεις, τζαί ακόμα τζαί όταν κρυφτείς σπίτι σου, εν να διά πας το παράθυρο για να την προσέξεις. Τζαί όταν τζιλά πας το ζεστό σου παράθυρο εν να μοιάζει επίτηδες με δάκρυα, άμπας τζαί χτυπήσει καμιάν αρχέγονη χορδή τζαί καταλάβεις ότι εν για σένα που ππέφτει, για Σενα. Τζαί τζίντα φύλλα που πατάς, τί άλλο πρέπει να κάμουν για να δείς το χρυσοκαφέ χαλί που απλώσαν για σένα. Για Σένα. Γλυστρούν τζαί κάμνουν σκουίκ σκουίκ. Τα φύλλα, ρε, μιλούν σου τζαί φέφκεις που το πεζοδρόμιο για να μεν τα ακούεις. Τζαί το νερό μπαίνει μες τα παπούτσια σου τζαί σκέφτεσαι, την ώρα τζαί την στιγμή, α. Τζαί το νερό εν μαζί σου ως το τέλος της ημέρας. Για Σένα.

Τζαί προσπερνάς τα, τζαί προσπερνάς τα, τζαί μαζεύκεις μπράβο τζαί το είναι σου γεμώνει μπράβο. Τζαί τα μπράβο πνίουν σε, τζαί εν ξέρεις τί να τα κάμεις. Πού να τα δώκεις, αφού ούλλους τζαί ούλλα προσπερνάς τα δήθεν αδιάφορα τζαί με χάρη. Τζαί θεός των μικρών πραμάτων γίνεσαι μόνο άμαν εν να φκάλεις καμιά φωτογραφία τζαί εν να δώκεις επιτέλους σημασία να έσσιει ωραία δέντρα που πίσω τζαί να πατάς τα φύλλα γιατί το καφέ που κάτω εν πιο ωραίο που το γκρίζο του δρόμου.

Μα η βροσσίη εν θα σταματά ώσπου να τη δείς. Ο ήλιος εν να σε βράζει ώσπου να γυρίσεις πάνω του, τα φύλλα εν να κάμνουν σκουίκ σκούικ ώσπου να αρκέψεις να χαμογελάς, τα δάκρυα στο παράθυρο εν θα στερέψουν άμαν έσσιεις την κουρτίνα σου κλειστή, τα περιστέρκα εν να παρετήσουν να πετούν μες τα μούτρα σου για να τα προσέξεις μόνο όταν τζίνα τα εγωιστικά μπράβο, φκάλεις τα προς τα έξω σε μιαν άλλην μορφή, τζίνη του ευχαριστώ. Γιατί το μπράβο, εν η μαύρη μεριά του ευχαριστώ. Ευχαριστώ που είσαι δαμέ για μένα, που ανθίζεις για μένα, που είσαι τα δάκρυα που τζιλούν στο παράθυρο μου τζαι πότε πότε αγγίζουν μιαν ευαίσθητη, αρχέγονη χορδή. Σκουίκ σκουίκ.

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

Λεμόνια

Ο χυμός του λεμονιού περιέχει περίπου 5% κιτρικό οξύ, το οποίο δίνει στα λεμόνια τη χαρακτηριστική ξινή τους γεύση και pH από 2 μέχρι 3, είπε μου η Βικιπαίδεια. Ανήκει στην ομάδα των εσπεριδοειδών, τζαί εν ο καρπός του υβριδικού δέντρου λεμονιά, είπε μου μετά.

Εγώ ξέρω το σαν όξινο, τζίτρινο, που οι ανθοί του μυρίζουν ωραία τζαί φυτρώνει στην αυλή του παππού μου. Βάλλουμεν το στο φαγητό μας, στην τασσήν, πας το κρέας το ψάρι τζαί αν δεν μας αρέσκει το ξύδι, στη σαλάτα. Ο Σάντρη Λυσάντρου έμαθε την κυπριακή οικογένεια να το χρησιμοποιά τζαί στα γλυκίσματα ειδικά το ξύσμα.

Πρόσφατα έμαθα στην κιθάρα ένα τραούδι, το Somewhere over the rainbow. Σε κάποια φάση λαλεί: when trouble melts like lemon drops. Για όσους εν λλίο σκουριασμένα τα αγγλικά τους, λαλεί όταν ο πόνος λιώνει σαν κουφέττες λεμονιού.Ενέπνευσε με τζαί όταν ήβρα σε έναν τόπο καραμέλλες λεμονιού, εγόρασα τζαί έβαλα τες σε ένα ποτήρι μπροστά που το παράθυρο μου δίπλα που την Calanchoe μου την άσπρη.

Σε μια σειρά που έβλεπα εχτές, ένας που τους χαραχτήρες ήταν να πεθάνει με θανατική ποινή (με ένεση) τζαί πριν είσσιεν πει ότι ο παππούς του που ήταν να πεθάνει ελαλούσε τους για μισή ώρα ότι εμύριζεν ο τόπος λεμόνια. Ο ίδιος αναρωθκιέτουν αν ήταν αλήθκεια του, αλλά που την άλλη ο παππούς του ήταν αρχιψεύτης. Όταν επεθάνισκε που την ένεση, εχαμογέλασε τζαί είπε ότι εμύριζε λεμόνια.

Σήμερα τα σσείλη μου επιάν να τραουδούν ένα τραούδι λλίο ανορθόδοξο για τους τζαιρούς μας. Της Βουγιουκλάκη, το κάντε υπομονή μια λεμονιά αρχίζει στη γειτονιά.

Ήταν μια σειρά που αναφορές στα λεμόνια, που με έβαλε σε σκέψεις. Τί έχουν τα λεμόνια τζαί κατέχουν τούτη τη σχέση με τον πόνο, με το τέλος, αλλά ταυτόχρονα με την ελπίδα? Αν ρωτήσεις κάποιον στο δρόμο τί σημαίνουν τα λεμόνια για τζίνο, σίουρα εν θα σκεφτεί έτσι πράμα, όπως ούτε τζαί γω πριν που σήμερα. Άλλά όπως έδειξα, υπάρχουν αρκετά στοιχεία που προκύπτουν που την πνευματική αναζήτηση, πχ. Μουσική, τέχνη τζαί δημιουργία που διουν τη βάση για επιχειρήματα όπως τούτο. Άρα τί έχουν?

Καταρχήν η ξινή ιδιότητα τους μπορεί να τα ταυτίσει με μια δύσκολια, με τον πόνο, με κάτι που πάει κόντρα στη γλυκύτητα που θέλουμε που τη ζωή.

Ταυτόχρονα, τούτη η οξύτητα εν μας αποτρέπει που να τους διούμε μιαν αρκετά ψιλή θέση στο τραπέζι μας. Σκεφτείτε πόσα πράματα κάμνεις με το λεμόνι που εν μπορείς να κάμεις με άλλα εσπεριδοειδή. Φαντάζεστε σούπα αυγοπορτόκαλο? Ή grapefruit meringue pie? Ή να σφίγγουμε κλεμεντίνες πας το στέικ μας? Μανταρίνι στην τασσίη? Ούτε εγώ. Εν ξινό. Εν τόσο ξινό που μόνο του λλίοι αθρώποι μπορούν να το φάουν. Εν εν γλυτζίην. Αν θα το κάμεις λεμονάδα θέλει ζάχαρη ή μέλι. Αλλά πάλε εν τζιαμέ, πάνω που ούλλα. Χρειαζούμαστε το. Θυμίζει μας την απαραίτητη ισορροπία στη ζωή. Εν μπορούν να εν ούλλα γλιτζιά μέλι. Πρέπει να εν τζαί ξινά, πρέπει να εν τζαί αλμυρά τζαί πικρά (σκεφτείτε τη δάφνη ή τα πισκόττα που πικραμύγδαλο Αμαρέτο). Μπορεί να παρακαλούμε η ζωή μας να εν γλιτζιά, αλλά εμείς οι ίδιοι επιλέγουμε το ξινό στη ζωή μας, για να ισορροπήσουμε.

Νομίζω ότι έννεν μόνο η γευστικές του ιδιότητες που το καθιστούν τόσο σημαντικό. Πάλε εν εξηγουν τούτη την ταυτοποίηση με την τέχνεη, με τη ζωή. Αλλά άμαν τα δείς, εν μπορεί να μεν αποκρυπτογραφήσεις την απάντηση. Για ούλλους σημαίνουν κάτι. Ούλλοι μπορούμε να τα τοποθετήσουμε σε κάποια σημαντική φάση της ζωής μας, συνήθως στην παιδική ηλικία, ή με κάποιο συγκεκριμένο άτομο. Έννεν απλά ένα εσπεριδοειδές. Εν νιώθεις το ίδιο άμαν κοιτάζεις έναν αγγουράκι ή ένα χρυσόμηλο. Εν ποίηση στην πιο καλή της έννοια. Εν πηγή έμπνευσης , εν η αρχή του ξινού τζαί το τέλος του γλυκού. Εν μια στιγμή, ένα πρόσωπο κλεισμένο σε ένα κίτρινο μυρωδάτο φλοιό, σαν ένα μενταγιόν που κλείει μέσα μιαν ανάμνηση. Τζαί όταν το κόφκεις έννεν τζαί πολλά διαφορετικό συναίσθημα που τζίνο του να αννοίεις ένα μενταγιόν. Χτυπά σε αμέσως μια δύναμη που εν μπορείς να αγνοήσεις. Κάτι που σε κάμνει να σούσεις την κκελέ σου για να φέρεις τα συγκαλά σου.

Η λεμονιά του παππού μου έκαμε πολλές «τζοιλλιές» φέτος όπως λαλεί ο ίδιος. Δηλαδή έκαμε 3-4 δόσεις λεμόνια. Πολλήν όξινο για ένα χρόνο. Αλλά που την άλλη σημαίνει ότι σε 3 διαφορετικές στιγμές του χρόνου, τζίνη η μυρωθκιά του ανθού, του ανθού που μοιάζει με το γιασεμί αλλά που εν πιο σεμνό, εγέμωσε την αυλή, το σπίτι τη γειτονιά τζαί καμιά φορά νομίζω ότι έφτασε δαμέ, στο Κάρντιφ, με τον δυνατό αέρα που φαίνεται να μεν σταματά ποττέ.

Μια φίλη είπε μου να της πώ κάτι γλυτζίην για να γλυκάνει πριν λλίες μέρες. Εν απάντησα γιατί εν έξερα τί να πω, τί επερίμενε που μένα. Σήμερα προσφέρω της κάτι ξινό, αλλά εν φοούμε γιατί ξέρω ότι εν την γλυκάνει παραπάνω.

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Ήλιος

Είμαστε οι άθρωποι του ήλιου. Οι Κυπραίοι. Στην Ουαλία ο κόσμος εν φαίνεται να εχτιμά πολλά τον ήλιο. Εν κάμνει πολλή διαφορά για τον ξένο αν έσσιει ήλιο ή αν βρέσσιει. Εμένα ούλλη μου η διάθεση κρίνεται που τα λλία κομματούθκια ήλιου που έσσιει ποτζί ποδά. Φαίνεται μου πως ούλλα αλλάσσουν. Γίνουνται ούλλα πιο ευχάριστα. Χαμογελώ τζαί θωρώ τον ουρανό που εν μπλε. Τί να τον κάμεις τον ουρανό άμαν εν γκρίζος? Οι ξένοι χαβά τους. Εν εμπιστεύκουνται τον ήλιο επειδή ποττέ εν είχαν σταθερή σχέση. Μιαν έρκεται μιαν φέφκει, αλλά πάνω απ’ όλα λείπει. Εμάθαν να βράζουν που τη θέρμανση τζαί να φκένουν έξω μες τη συννεφκιά. Ήβραν ωραίους τρόπους να επιβιώνουν μες την σσιοννιά. Με ένα καφέ στο σσιέρι, με μιά διατροφή ιδιαίτερη, πλούσια σε βαρετές γεύσεις που κάμνουν τους Κυπραίους να βαριστομασσιάζουν. Βούτυρος, μπέικον, σχεδόν καθόλου χόρτα, πατάτες, μετά μούρα τζαί μήλα. Μες την καρκιάν του χειμόνα προσφέρουν μιαν σίουρη ασφάλεια στους εγγλέζους. Εδημιουργήσαν μιαν κουλτούρα χειμόνα τζαί εν πολλά ενδιαφέρον. Όι μόνο επιβιώνουν, αλλά ανθίζουν μες το σσειμόνα. Οι Κυπραίοι είμαστεν αδέξιοι με τον σσειμόνα. Εν ξέρουμε πως να συμπεριφερτούμε. Πως να ανθίσουμε. Παγώνουμε τες ρίζες μας τζαί καρτερούμε τον ήλιο.

Εθκέβασα ότι παλιά υπήρχε μια θεωρία πως οι αθρώποι στες βόρειες χώρες, εν πιο δουλεφταράες που εμάς του νότου. Ότι ο ήλιος κάμνει μας να είμαστε τεμπέλιες, νωχελικοί, ενώ η απουσία του στες βόρειες χώρες κάμνει τους να εν συνέχεια σε εγρήγορση.. Στην Ιταλική ιστορία, είσσιεν μιαν φάση πως η μόνη δικαιολογία που εδιούσε η Αυστρία τζαί η Γαλλία για το ότι είχαν την μερίδα του λέοντος στην Ιταλία, ήταν επειδή, οι ηλιοπαρμένοι Ιταλοί, εν εμπορούσαν να οργανωθούν λόγω της ηλιόλουστης διάθεσης τους.

Ο Καζαντζάκης επερίγραφε μιαν συζήτηση που είσσιεν με ένα εγγλέζο φίλο του, που του ελαλούσε πως όσες θρησκείες τζαί να αλλάξαμε πάντα ένα θεό έχουμε. Τον Απόλλωνα, το θεό του ήλιου. Ίσως να έσσει δίκαιο. Πόσες φορές το χρόνο πάμε θάλασσα? Πόσες πάμε εκκλησία? Εσυνέχισε τζαί είπε πως αγαπά μας ο ήλιος εμάς τους νότιους, ένας ήλιος καλόβολος που εν μας αφήνει να μάθουμε τη σημαίνει να ζείς μιαν άγρια συννεφιασμένη ζωή που πάντα βρέχει. Εμείς είμαστε «ότι βρέξει ας κατεβάσει». Ξέρουμε ότι εν να έρτει ο ήλιος μετά τζαί σε μια μέρα εν να ξιάσουμε τη βροσσίη.

Τούτη η αγάπη προς τον ήλιο μεταφράζεται σε πολλά πράματα. Στη συμπεριφορά μας. Εν εν έτσι χλιαρή, προβλεπόμενη(εννα βρέξει λλίο οξά εν να βρέξει πολλά?)όπως τον εγγλέζικο καιρό. Εν πυρά ο χαραχτήρας μας. Ότι κάμνουμε, κάμνουμε το με υπερβολή. Όπως ο κυπριακός τζαιρός. Αν θα έσσιει ήλιο εν να εν πύρουλλος, αν πει να βρέξει, ποιος τον είδε τζαί δεν εφοήθηκε. Αν θα λυπηθούμε εν να είμαστε καταθλιπτικοί, αν θα σσιερούμαστεν πετούμε, αν νευριάσουμε, ποιός μας είδε τζαί δεν μας εφοήθηκε. Τζαί όπως είπα, είμαστε αδέξιοι χωρίς τον ήλιο. Έξω που τα νερά μας. Τζαί κοιτάζουν μας παράξενα οι ξένοι που οι ηλιοκαμένοι Κυπραίοι θκιαλέουμεν την Αγγλία. Που καρτερούμε να μπούμε της πόρτας για να βράσουμε. Που βρέσσιει τζαί πιάνει μας η κατάθλιψη, κόφκεται μας η όρεξη για οτιδήποτε. Καθούμαστεν μες το δωμάτιο μας τζαί εν λαχτούμε. Πέρνουμεν ομπρέλα όπου πάμε. Φαινούμαστε αδέξιοι, τζαί νωχελικοί. Τραγικά παιθκιά του Ήλιου που τον απορρίψαν τζαί τωρά πιερώνουν τα σπασμένα. Φαινούμαστε τεμπέλιες τζαί απροστάτευτοι στους παγωμένους Εγγλέζους που εμάθαν να ζουν στην παγωμάρα που μας αηδιάζει. Απροσάρμοστοι.

Αλλά άμαν φκεί ο ήλιος... Εν το γέλιο του Κυπραίου που ακούεις μες το δρόμο να σπάζει την παγωμένη ησυχία των Εγγλέζων. Εν την Κυπριακή καρδιά που θκιαλέει ο Απόλλωνας να σσιερετήσει. Εν του Κυπραίου η σκέψη που γίνεται καθαρή, που αστράφτει σαν τα νερά του νησιού μας. Εν ο Κυπραίος που ανεβαίνει δέκα σκαλιά πάνω που τους άλλους, για να φτάσει τον ήλιο, όι ότι θέλει τζαί καμιάν ιδιαίτερη προσπάθεια. Εν για μας που χτυπά η φλογερή καμπάνα τζαί για τούτο που είμαστε τζαί μεις φωθκιά.

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Τους αθρώπους -τα ερείπια.

Έμαθα κάτι σήμερα. Στην Αρχαϊκή Ελλάδα, οι ναοί εχτίζουνταν αρχικά σε υψώματα, στην άκρια μιας πεδιάδας. Ήταν εμφανείς στους παραπάνω κατοίκους της πόλης που απλώνετουν που κάτω. Οι ναοί τούτοι ήταν μέρος της ‘εξοχής’. Ήταν μες την πρασινάδα. Στην πόλη εκόφκαν τα δέντρα για να χτίσουν δρόμους, σπίθκια κλπ. Τούτο για τους Έλληνες της εποχής ήταν συμβολικό. Ο οικιστικός χώρος εσυμβόλιζε τα εφήμερα, όσα εν να χαθούν, τον τόπο που εν υπάρχει η πραγματική δύναμη. Ο ναός που εβρίσκετουν στην φύση, εσυμβόλιζε την αθανασία, το αιώνιο, το σταθερό, μακριά που την μόλυνση του αναπόφευκτου θανάτου των αθρώπων. Εκοίταζε κάτω τους θνητούς τζαί υπενθύμιζε τους που βρίσκεται η πραγματική ζωή, πως ότι ζουν τζίνοι, για ότι αγχώνουνται, ότι έχουν πιο κοντά στην καρδιά τους τζαί ότι μισούν πιο πολλά, εννεν τίποτε στην ουσία. Εν τόσο εφήμερο όσο η πόλη τους.

Φυσικά τούτο αποδείχτηκε πέρα για πέρα σωστό. Οι αθρώποι επεθάναν, εγίναν σκόνη, αλλά έμειναν οι ναοί. Πληγωμένοι, μαυρισμένοι, χωρίς αίγλη, αλλά ζωντανοί.

Η απόσταση που είχαν που την πόλη, ήταν επίσης συμβολική. Ούτε πολλά κοντά, ούτε πολλά μακριά. Όι αρκετά κοντά για να επηρεαστεί που την θνησιμότητα των κατοίκων, προσβάλλωντας τους θεούς, ούτε αρκετά μακριά για να ξεχάσουν οι αθρώποι που βρίσκεται η δύναμη.

Σήμερα οι εκκλησίες εν παντού. Μεγάλες εκκλησίες που κάμνουν τους μικρούς αθρώπους να υποφέρουν. Αφιλόξενες, καμωμένες που αθρώπους για ένα χάρτενο θεό που εντυπωσιάζεται με βρώμικες κόλλες με διψήφιους τζαί τριψήφιους αριθμούς. Εν εν μια διακριτική ύπαρξη σε μια γωνιά, που συμπληρώνει τη ζωή μας με τη θύμηση μιας αλήθκειας αδιαπραγμάτευτης, του θανάτου, ούτε μέρος του αιώνιου, σε μιαν απόσταση ασφαλή που τη σταματά που το να μολύνεται που μας τζαί που το να μας μολύνει με την ανέγγιχτη αθανασία της.

Θυσιάζουμε ότι πιο πολύτιμο, τα μωρά μας-το μέλλον μας, μέσα στα έγκατα τούτων των ναών-θυσιαστήριων, μέσα στα χρυσάφκια, με λόγια ακαταλαβίστηκα. Ερκούμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με το χειρότερο θάνατο του αθρώπου, τον πνιγμό, τζαί με τούτο, γιορτάζουμε, δήθεν τη ζωή. Τη ζωή που εν τελειώνει. Η αθρώπινη σάρκα γυμνή, απροστάτευτη που τα φλας των φωτογράφων, που τα βλέμματα αθρώπων αδιάφορων, που τα γέρικα σσιέρκα αθρώπων ανέραστων, χωρίς πάθος για οτιδήποτε, πόσο μάλλον για ζωή, που κρατούν σφιχτά το τρομοκρατημένο μέλλον. Νοθεύουμεν το αγνότερο πράμα που υπάρχει τζίνη την ώρα εν ζωή, με αλκοόλ, μεταμφιεσμένο πίσω που το όνομα αίμα. Σαν να εν κάτι καλλίτερο έτσι. Τζαί το αγνό πλάσμα γίνετε μεθυσμένος καννίβαλος. Κρεμάζουμεν του μια χρυσή αλυσίδα στο λαιμό για να μεν ξεχάσει τη έπαθε. Τι του εκάμαμεν.

Όταν πεθάνουμε αποχαιρετούν μας σε τούτον τον τόσο ξένο χώρο. Θυμίζουν μας με ειρωνεία την υπόσχεση που μας εδώκαν όταν ήμασταν βρέφη τζαί εκλαμουρίζαν μας, τζαί εκλέφκαν μας την αθωότητα μας εν αγνοία μας. Ότι η ζωή μας μετρά μόνο αν το εγκρίνει η εκκλησία, τζαί τελειώνει μόνο όταν εν έχουμε κάτι άλλο να της προσφέρουμε.

Μα ο ναός των χιλιάδων χρόνων ακόμα στέκεται, τζαί μελετούμεν τον, τζαί ακόμα θωρεί τα ερείπια που εμείναν. Τα ερείπια τους αθρώπους. Που συνεχίζουν να ελπίζουν σε τζίνο το αθάνατο που εν θα τους δωθεί ποττέ. Θωρεί κάτω με το ίδιο σίουρο βλέμμα που είσσιε πριν τόσα χρόνια. Τους ναούς μας σήμερα προσπερνούμεν τους κάθε μέρα με αναίδεια, αδιαφορία. Εν σημαίνουν τίποτε, ούτε εν να σημαίνουν. Σύρνουμεν τους πομπάρτες το Πασχα τζαι κλέφκουμεν τες εικόνες που μέσα. Τες Κυριακές γίνουνται χώρος κουτσομπολιού τζαί ενίοτε εν επιχειρήσεις για να πει το όνομα σου ο παπάς έναντι αμοιβής, για να γοράσεις άρτους ή για να κάμεις παζαράκια τζαί παναίρκα.Ακόμα τζαί οι υπηρέτες της, βεβηλώνουν την με την κλεψιά, την ίδια αμαρτία που συγχωρούν σε απρόσωπα πλάσματα που εν να ξαναπάν σε λλίους μήνες να συγχωρεθούν-ξανά.

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Ευχή

Με την μάνα μου εν τα πάμε πολλά καλά. Ούτε άμαν είμαστε μαζί ούτε άμαν είμαστε χωριστά εν μπορούμε να συνυπάρξουμε. Μπαίνει μες το πετσί μου πολλά εύκολα. Ξέρω ότι εν επειδή της μοιάζω, αλλά όσο τζαί να προσπαθώ εν μπορώ να της έχω την αδύναμία που της είχα που ήμουν μιτσής. Όπως είπα είμαστε παρόμοιοι, τζαί εν να ήταν ψέμα να μεν το παραδεχτώ, αλλά έχουμε βασικές διαφορές που εν τέλει οδηγούν μας σε διαφορετικούς δρόμους τζαί προορισμούς. Έπηα μιαν κάρτα για τη γιορτή μου τζαί για τα γενέθλια μου που μου έστειλε που την Κύπρο. Γράφει μεταξύ άλλων:

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ λεβέντη μου
Να τα εκατοστήσεις
τζι' ότι ζητάς, τζ' ότι ποθείς
σύντομα ν' αποχτήσεις.
Να μεν σπέρνεις
Τζαί να γιωρκάς
Να μεν γιωρκάς
τζαί να' σιεις
Ούλλου του κόσμου τα καλά
μες την ποθκιά σου να' σιεις.
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ, ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΛΑ,
ΧΡΟΝΙΑ ΕΥΛΟΗΜΕΝΑ
Μα πάντα ο πόνος τζ' η χαρά
πάσειν ζευκαρωμένα.

Τζαί αμέσως εθυμήθηκα τζίνο που έχω γραμμένο πάνω πάνω στο μπλογκ μου που κάτω που τον τίτλο...

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

Ουαλέζικη έρημος

Εξύπνησα μες σε ένα δωμάτιο ξένο. Ξένο αλλά δικό μου. Έξω έβρεσσιε τζαί έπρεπε να φκώ έξω για χόρτα τζαί φρούτα. Έβαλα το μαγιό μου, ... ... ... What??! Ε ναί.. Εν έθελα να βρέξω τα παντελόνια μου, έτσι έβαλα ένα κοκκινο-μπλε-άσπρο χαβανέζικο μαγιό, έβαλα τζαί το σακάκι μου τζαί εφκήκα έξω. Τελικά εν έβρεσσιε όσο ενόμιζα αλλά είπα σίκκιμέ, μιαν ζωή την έχουμε. Το σίκκιμέ... Η κινητήριος δύναμη για πολλά σπουδαία πράματα. Τζαί φυσικά η μεγάλη αλήθκεια που ακολουθεί, μιαν ζωή την έχουμε.

Στην επιστροφή είσσιεν μες σε ένα πεζόδρομο, 2 αθρώπους ντυμένους πούλουκκους, όπως έσσιει σε κάτι αμερικάνικες ταινίες έξω που τα KFC ή μέσα σε σούπερμαρκετ τζαί διαφημίζουν πράματα. Εν ηξέρω τί εδιαφημίζαν. Ο ένας ήταν αρκούδα τζαί ο άλλος τίγρης. Χαριτωμένους φανταστείτε τους όι στιλ Χαλοουίν. Την ώρα που επερνούσα, επήραν τους χαπάρι κάτι μωρούθκια. Επήαν τζαί εσταθήκαν μπροστά τους, στην αρκή κάπως «μαγκωμένα», εν εξέραν πως να συμπεριφερτούν. Οι πούλουκκοι, αννίαν τα σσιέρκα τους, εκάμναν πελλαρούες να γελάσουν τα μωρά. Εκερτίσαν τα. Σε λλία δεφτερόλεπτα, κάμποσα μωρούθκια, εγγλεζούθκια, ουαλεζούθκια, ινδούθκια εμαζευτήκαν γυρώ τους τζαί επιάνναν σειρά για αγκαλιές.

Εξαφανίστηκε το καθήκον των πούλουκκων, που ήταν να διαφημίζουν ότι είχαν να διαφημίσουν, τζαί έμεινε η ουσία της Ανθρώπινης ψυσσιής. Η αγάπη, η ανάγκη για ενδιαφέρον, για μια αγγαλιά, για λλίην επαφή. Εκοντοστάθηκα για λλία δεφτερόλπετα τζαί εχάζεψα τη φάση. Θκιο τεράστιους πούλουκκους να αγγαλιάζουν έναν μπουλούκκι μωρά, να ξέρουν ότι έννεν για τούτο που πιερώνουνται, αλλά να μεν τους κόφτει, πίσω που τα ψέφτικα χαμόγελα της μάσκας τους, να κρύφκουνται χαμόγελα αληθινά.Πίσω που τα μαλλιαρά σσιέρκα που εχαιδέφκαν τα κκελούθκια των μωρών, εκρύφκουνταν θκιο ζεστά, ανθρώπινα σσιέρκα, που ποττέ κάτι τόσο αθώο, εν τους εδώθηκε με τόση αγάπη, με τόση εμπιστοσύνη, σε ούλλη τους τη ζωή. Πίσω που τα συνθετικά κοστούμια, εκρύφκουνταν θκιό κορμιά αθρώπων, πεινασμένα για λλίην επαφή, για λλίη αγνότητα, για λλίη πίστη πως ναι μπορεί να έβρεις ένα τριαντάφυλλο μες τους θάμνους τους απροσπέλαστους, με τα αγκάθκια, ας εν τζαί λλίο πληγωμένο, λλίο ξεχαρβαλωμένο.

Εσκέφτηκα, με λλίην αγωνία,.. εν τούτο που χρειάζεται? Εν εν αμαρτία, αν για να σου ανοιχτεί ο άλλος, για να σε αγκαλιάσει, για να σου χαρίσει ένα χαμόγελο, να σου δώκει ένα κομμάτι της ψσισσίης του, μιτσήν αλλά αγνό, να χρειάζεται μια μάσκα? Ένα κοστούμι ψέφτικο, καμωμένο που μια μηχανή? Το αθρώπινο κοστούμι, καμωμένο που τα πιο ξεχωριστά υλικά, με τη σοφία τζαί τη μαεστρία που μόνο το σύμπαν ξέρει να βάλλει σε ότι δημιουργεί, έν κάμνει?

Επροχώρησα. Σαν εδιασταύρωνα ένα δρόμο, ήρτε στα σσείλη μου «το τραγούδι της ερήμου». Άρκεψα να το σφυρώ, αγαπημένη μου συνήθεια. Ο δρόμος όφκερος, τζαί γώ να βάλλω ούλλη μου την τέχνη να το σφυρώ. Δυνατά, καθαρά, παθιασμένα, σαν την ψυσσιή που ονειρέφκουμε να έχω. Σε μιαν πόλη, λλίο γκρίζα, λλίο ξένη, λλίο ακατάδεχτη. Σαν την ζωή που αποφεύγω να ζω. Κάποια φάση εσταμάτησε να μεν έσσει κόσμο γυρώ, αλλά εγώ εσυνέχισα. Σίουρα εφαίνουμουν αστείος, μες το μαγιό, να σφυρώ σαν να μεν έσσιει κανένα τζιαμέ. Αλλά εν εσφυρούσα επειδή εν με έκοφτε ο κόσμος. Εσφυρούσα επειδή ο κόσμος ήταν τζιαμέ. Έφερα λλίη ζεστή έρημο μες την καρκιά του κρύου Κάρντιφ, τζαί χωρίς αντροπή, μες το αθρώπινο κοστούμι μου, έψαχνα να έβρω το δικό μου τριαντάφυλλο μες στους δρόμους τους απροσπέλαστους, με αθρώπους που κοιτάζουν υπεροπτικά, που με τα αγκάθκια τους μάχουνται να πληγώσουν το τριαντάφυλλο που γυρέφκω. Που εν λλίο πληγωμένο, λιο ξεχαρβαλωμένο, αλλά πάνω απ’ όλα δικό μου.

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Ο άδοξος σκίουρος

Εκάθουμουν σήμερα μες το δωμάτιο του ξενοδοχείου μου τζαί εν είχα τίποτε να κάμω. Ήταν πολλά νωρίς για τηλεόραση, πολλά νωρίς να πάω για πρόγευμα. Όπως ούλλα τα ξενοδοχεία, το κρεβάτι μου είσσιεν σκαμπό δίπλα του. Το σκαμπό είσσεν ένα συρτάρι τζαί μέσα, η συνήθης Βίβλος που έχουν κατά κανόνα ούλλα τα ξενοδοχεία. Λαλώ «Δε βαρίε?». Άνοιξα την. Στες μπροστινές σελίδες είσσιεν μερικές σελίδες με τίτλο (σε ελεύθερη μετάφραση που τα αγγλικά), Πού να βρείς βοήθεια σε περιόδους ανάγκης. Που κάτω είσσιεν κατηγορίες του τύπου θάνατος, θυμός, αρρώστια και λοιπά. Μερικές κατηγορίες εξαφνιάσαν με τζαί έθελα να τες θκεβάσω. Τζαί όταν εθκέβασα τα αποσπάσματα της Βίβλου δίπλα που την κάθε κατηγορία, εξαφνιάστηκα.

Εξαφνιάστηκα επειδή ένιωσα ανακούφιση,ενώ πραγματικά εν επίστεφκα ότι είχα κάτι να με απασχολεί.. Όταν εθκιέβασα τα αποσπάσματα κάτω που το προβληματισμός, εφύαν τα προβλήματα μου ή τουλάχιστον εν με επηρεάζαν που τζίντη στιγμή. Όταν εθκέβασα το να χρειάζεσαι γαλήνη τζαί μετά καθοδήγηση, τζαί μετά άμαν είσαι ανήσυχος, ένιωσα πιο καλά. Τα λόγια ήταν ποιητικά τζαί ο τόνος καθησυχαστικός. Ειλικρινή τζαί χωρίς φανφάρες. Όι κατ’ ανάγκη θεικά, ή μάλλον σίουρα όι θεικά. Απλά αληθινά. Μικρές αλήθκειες απλές, που τες παραπάνω φορές αγνοούμεν τες. Όπως ότι το σώμα μας εν πιο σημαντικό που τα ρούχα που φορούμε. Ότι όσο τζαί να αγχωνούμαστε να πετύχουμε, να ανεβούμε ψηλά, να έχουμε λεφτά, εν τέλει τούτα εν προσθέτουν ούτε μια μέρα στη ζωή μας. Είχα κάτι τζαί εν το έξερα? Έχουμε πάντα κάτι που απλά σπρώχνουμεν το σε μια γωνιά όποτε έχουμε ευκαιρία? Ακούουμε σαν την Κάρι που το Sex and the City?

Μπορεί να μεν πιστέφκω στο Θεό με την έννοια που το εννοεί η γιαγιά μου, αλλά εν τέλει νιώθω αγάπη προς ένα πράμα απροσδιόριστο. Νιώθω ότι έχω ρίζες που με ενώνουν με κάτι μεγαλύττερο που μένα, που όταν πεθάνω εγώ, τζαί όταν περάσουν εκατομμύρια χρόνια, τζίνο εν να εν τζιαμέ. Τούτο εν εν κακό, ούτε καλο. Εν τιμωρεί, ούτε έσσιει ένα οικόπεδο στον ουρανό που να το λαλούν παράδεισο. Εν καρτερά τη ψυχή μου, εν έχει γιο, ούτε φτερωτή παρέα. Εν μπαίνει μέσα σου τρώωντας ψωμί, ούτε πίνωντας κρασί. Εν τζιαμέ όμως. Όταν κάθεσαι στο πάρκο τζαί έρκεταί πάνω σου ο ήλιος, τζαί γυρών πετούν μουγιούθκια τζαί ακούεις τους σκίουρους τζαί ξέρεις ότι τζίνος ο κοτσσινολαίμης παρακολουθά σε ακόμα, εν τζιαμέ. Με τζίντο άρωμα της αιωνιότητας που εν θα γνωρίσεις ποττέ. Τζαί ήβρα το τζίνο στο οποίο πιστέφκω μες τη Βίβλο. Σε μερικά κομμάθκια, απείραχτα που επιτήδειους. Εννοείται πως εν μπορεί να με αγγίξει τίποτε που μιλά περί σωτηρίας του Ισραήλ, περί του λαού της Ιουδαίας , ή τζίνα που λαλούν αν αμαρτήσεις να ζητήσεις βοήθεια που το θεό τζαί τζίνος εν να σε συγχωρήσει ΑΝ το εννοείς. Τζίνο στο οποίο πιστέφκω εν πιο κοντά στην δική μου αλήθκεια. Τζαί ξέρω ότι εν το απασχολεί αν κάποιος 19χρονος που εν να περάσει σαν τη σκόνη που πάνω που το αιώνιο του παλάτι, σσιέρεται ή λυπάται ή θέλει βοήθεια ή νιώθει ευγνωμοσύνη ή θέλει να πει συγνώμη. Τούτα τα εντελώς αθρώπινα τζαί εφήμερα πράματα εν αδύνατο να αγγίξουν το θείο. Εν είμαι κάτι παραπάνω που το πουλλούι που με θωρεί ή που το φύλλο που έδιπλώθηκε που μέσα του τζαί έγινε καφέ σαν αρχαίος πάπυρος. Τζαί εν με κάμνει να νιώθω μικρός ή ασήμαντος ή απάνθρωπος. Κάμνει με να νιώθω ότι ανήκω. Ότι επροσγειώθηκα στο σωστό μέρος, μαζί με τα άλλα ζωντανά που έχουν ημερομηνία λήξης, που κανένας πατέρας εν ακούει τες ανησυχίες τους τζαί τες προσευχές τους.

Νιώθω εντάξει να υπηρετήσω το ρόλο μου ανώνυμα. Χωρίς κανένας Θεός να ξέρει το όνομα μου, χωρίς κανένας Θεός να ξέρει ότι είμαι ταμένος, τζαί να με κρατά που το σσιέρι, εμένα τζαί ακόμα μερικά εκατομμύρια αθρώπους. Αν τωρά οι αθρώποι παίρνουμε τους εαυτούς μας υπερβολικά σοβαρά, εν φταίει ο Θεός για να του χρεώσουμε τη σωτηρία, την ευτυχία τζαί τη δυστυχία μας. Έννοιαν που μας είσσιεν. Εμάς τα κουνουπούθκια που ήρταν τζαί θα φύουν όπως άλλα κουνουπούθκια πριν εκατομμύρια χρόνια. Τζαί η σκέψη τούτη φέφκει ένα μεγάλο βάρος που πάνω μου. Το χρέος προς κάτι αγνό που κάποτε μπορεί να του μοιάσω αλλά μετά που εν να πεθάνω. Το χρέος να πρέπει να ζυγίζω τον εαυτό μου καθημερινά τζαί να του βάλλω αστεράκι αν έκαμε κάτι καλό ή τέττε αν έκαμε κάτι κακό. Ευσυνείδητα αγαπώ τους ούλλους, χωρίς να έσσει θεό να με παρακολουθά που την νοητή του καμερούα, είμαι μέρος του ασήμαντου συνόλου τζαί νιώθω περήφανος, τιμημένος που ανήκω στην ομάδα του κοκκινολαίμη που με χάσκει, του φύλλου που έσσιει άλλο το ίδιο παραδίπλα. Εν θέλω κανένα παράδεισο, που εν ούλλοι καλοί. Θέλω αταξίες μερικές φορές, τζαί πάθος, τζαί γλυκά λάθη που σβήνουνται με μιαν αγγαλιά ή με μια σπάνια εξομολόγηση, εν θέλω να είμαι αιώνιος όταν πεθάνω τζαί μετά. Θέλω να νιώθω αιώνιος τωρά που είμαι ζωντανός. Όταν με φιλά μες το στόμα ο ήλιος τζαί υπόσχεται μου αθανασία αρέσκει μου, τζαί ας ξέρω ότι μου λαλεί ψέματα. Εν θέλω καμιάν αθανασία που εν έσσει ήλιο, τζαί θάλασσα τζαί φιλιά τζαί κλάμα τζαί ζήλια, τζαί σσίλλους τζαί βροσσίη τζαί δέντρα τζαί χαριτωμένους αμαρτωλούς σκίουρους που παίζουν χωρίς να τους κόφτει το αύριο, χωρίς να γράφουν τες άδοξες δόξες τους σε κίτρινους πάπυρους για τες επόμενες γενιές.

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Μικροί θεοί

Το να παρατηρώ τους αθρώπους εν που τες πολλά αγαπημένες μου ασχολίες. Νιώθω ότι έτσι εν παίρνω τίποτε δεδομένο, κανένας άθρωπος έννεν μηδενικό τζαί κατ' επέκταση ούτε εγώ. Όταν τα μμάθκια σου εν ανοιχτά, εν τζαί η ψυσσιή σου. Όταν η ψυσσιή σου εν ανοιχτή, αννίουν τα μμάθκια των άλλων σε σχέση με σένα.
Όταν ήμουν στο Βρετανικό Μουσείο, εγόρασα ένα βιβλίο με τα 250 πιο σημαντικά αντικείμενα που φιλοξενεί. Ένα που τζίνα ήταν ένα μπρούτζινο άγαλμα της θεότητας Ναταράντζα. Τούτη εν παραλλαγή της θεάς Σίβα, τζαί εν η θεά του χορού. Απεικονίζεται να χορέφκει τζαί στο ένα σσιέρι βαστά φωθκιά, ενώ στο άλλο τύμπανο. Συμβολίζει το τέλος ενός κοσμικού κύκλου τζαί την αρχή του επομένου. Η φωθκιά εν η καταστροφή τζαί το τύμπανο εν το κάλεσμα της νέας αρχής. Που την ώρα που είδα τούτο το άγαλμα, σκέφτουμε συνέχεια πως ούλλοι οι αθρώποι είμαστε λλίο σαν τη θεά Ναταράντζα. Έχουμε το τέλος τζαί την αρκή στα θκιό μας σσιέρκα. Ταυτόχρονα, σαν τζίνη έτσι τζαί μεις, φαινούμαστε να μεν το αντιλαμβανούμαστε. Χορέφκουμε τον χορό μας άνεννοιας. Στεκούμαστε τζιαμέ, μικροί θεοί με τα σσιέρκα απλωμένα, ούλλο δύναμη, τζαί χορέφκουμε. Όι εορταστικά, ούτε χαρούμενα, Εκστατικά. Τυφλωμένοι που το ένστικτο ότι εν πρέπει΄να κινούμαστε. Να δείξουμε ότι είμαστε ζωντανοί. Ότι έχουμε δυνατά πόθκια για μεγάλους χορούς. Αγνοώντας ότι η δύναμη εν στα σιέρκα μας.
Τα μμάθκια μου δαμέ στην Αγγλία θωρούν πράματα τζαί θάματα. Τα μμάθκια όι μόνο του προσώπου μου. Σήμερα μπροστά μου είσσιεν μια κυρία που εβαστούσε σφιχτά πάνω της τη louis vuitton. Μιάλην τζιόλας. Ακριβώς δίπλα της, ένας νεαρός άντρας, πιθανόν χτίστης, κρίνωντας που τα λερωμένα του ρούχα αν τζαί ακόμα ήταν 8-9 το πρωί. Εβαστουσε στα σσιέρκα του ένα βιβλίο του Κοέλο. Θκιό μικροί θεοί. Ο ένας εχόρεφκε άνεννοιας, τζαί ο άλλος υπολόγιζε τες δυνάμεις στα θκιο του σσίερκα. Ισοζύγιζε την αρκή τζαί το τέλος μες το μετρό.

Στο σταθμό του τρένου, εδιούσαν πάνω μου αγνώστοι, πας την φούρια τους να παν όπου εθέλαν. Έν με έκοφτε καθόλου. Εσκέφτουμουν πόσο ειρωνικό ένι, το σύμπαν να πλέκει το νήμα του για μας, να κανονίζει οι πορείες 2 αγνώστων να βρεθούν, μέσα που ούλλα τα εκατομύρια, το βήμα σου τζαί ενός άλλου αθρώπου να εν κανονισμένο να εν στο ίδιο σημείο, την ίδια ώρα, τζαί εμείς οι παλαβοί οι αθρώποι, ξένοιαστοι χορευτές, να απολογούμαστε που εδώκαμεν ο ένας πας στο άλλον τζαί να φέφκουμεν με ένα σόρι μισοειπωμένο στα σσείλη.

Σήμερα στην Ουαλλία, επερπατούσε μπροστά μου μια πιθανόν Ινδονήσια, αν οι γεωγραφικές μου εικεσίες εν σωστές. Εφορούσε ένα φούξια μαντήλι στο κεφάλι που έππεφτε ως την μέση της μπεζ μπούρκας που εφορούσε. Εφορούσε τζαί ένα μαύρο μαντήλι. Εφυσούσε τζαί τζίνη ήταν μπροστά μου. Ανεμίζαν τζαί τα τρία κομμάθκια πάνω της τζαί είσσιες την ψευδαίσθηση ότι επετούσε. Ότι ήταν πέταλο, τζαι εν να έφεφκε με τον αέρα όπως ήρτε. Εθωρούσα την ώσπου να χωρίσουν οι δρόμοι μας. Εν έθελα να είμαι απλά χορεφτής. Εϊχα μπροστά μου την αρκή τζαί εχάρηκα την ως το τέλος.

Στην επιστροφή που την Ουαλλία επερπατούσα μες το σταθμό του τρένου τζαί καμιά 200σια άτομα επηέναμε στην ίδια κατεύθυνση. Ούτε ένας στην αντίθετη. Εσκέφτουμουν πόσο αστείο εν να ήταν να γυρίσω χωρίς κανένα συγκεκριμένο λόγο τζαί να πάω "ενάντια στο ρεύμα". Σαν τες ταινίες να διώ πας τον κόσμο που με κοιτάζει παράξενα, αλλά να μεν με κόφτει γιατί εχώ είδα το φως το αληθινό ενώ τζίνοι εν πρόβατα. Αναλογίστηκα πόσο υπερεκτιμημένο ένι να το παίζεις επαναστάτης, διαφορετικός. Πόσο αφύσικο ένι να πιέννεις ενάντια στη φύση σου, που διατάσσει να είσαι κοινωνικός, να τερκάζεις για την ασφάλεια σου. Να θωρείς τες πράξεις των άλλων γιατί έτσι μαθαίνεις τζαί αντιγράφωντας τες, επιβιώνεις. Πόσο υπερτιμημένο ένι να πολεμάς ατέλειωτα το κάθε πρόβλημα. Να προσπαθείς να το ξεπεράσεις, αντι να το αφήκεις να περάσει.

Τζαί σκέφτουμε τη θεά Ναταράντζα, τζαί αναρωθκιούμε. Ως πότε οι αθρώποι, οι αδέξιοι τούτοι μικροί θεοί, εν να πολεμούν το γεγονός ότι η γέννησή των πάντων τζαί εν τέλει η καταστροφή τους, εν στα σσιέρκα τους, τζαί πότε εν να σταματήσει ο φαινομενικά ατέρμονος, αστείος χορός μας που εν μας αφήνει να πάμε μπροστά?

Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2010

Αμίλητα Ακίνητα Αγάλματα

Βρίσκουμαι στο Λονδίνο. Στη Λόντρα του Καζαντζάκη. Δαμέ που αν δεν πατήσεις τον άλλο εν να σε πατήσουν. Δαμέ που λιώνουν οι πολιτισμοί τζαί γίνουνται ένα αλλά κανένας εν νιώθει ότι εν ομάδα με τον άλλο. Κατ' ακρίβειαν εν σχεδόν εχθροί. Απαγορεύεται να κοιτάζεις τον άλλο γιατί εν να παρεξηγηθεί. Εν πρέπει να κοιτάζεις τι κρατά ο άλλος, να τους χαμογελάσεις ή να τους πείς γειά. Ατε ένα hello τουλάχιστον. Δαμέ που τρών ώστι να σπάσουν ενώ στες μασκάλες τους έχουν περιοδικά με ... Hello! ? με beautiful people φυσικά..
Είμαι στην πόλη που εν τέρας που επαρεξέκληνε της πορείας της. Ούλλοι βουρούν, αγρίμια μες τους δρόμους τζαί όποιον πάρει ο χάρος. Βουρούν στες δουλειές τους. Παρεξενεύκουμε πως ερωτεύκουνται, πως κάμνουν οικογένειες, αφου ούλλοι θωρούν μπροστά τους μόνο. Εν κοιτάζουν ποτζί ποδά, εν φλερτάρουν, εν διούν καν σημασία στους άλλους. Πως γνωρίζουντε? Εμένα πως εν να με γνωρίσουν? Εν έσσιει κανένα να κοιτάξει μες τα μμάθκια μου? Να δεχτεί τη σημασία μου?
Μόνο κανένας σσίλος εν να κοιτάξει λλίο δεξιά αριστερά, να κόψει κίνηση, να κλέψει κανένα χάδι, που κανένα γέρο ή τουρίστα που εν ξέρει τους κανόνες. Τα αφεντικά εν να τραβήσουν το λουρί. Εν εν πρέπον να πηαίνει ο σσίλος σου σε ξένους. Εν το έμαθες? Έτσι κάμνουν στην Λόντρα. Ένα εκατομμύριο και κόσμος τζαί οι μόνοι που έχουν επαφή στο δρόμο εν οι σσίλλοι. Χιλιάδες χρόνια εξέλιξης για να καταλήξουμε ούλλοι ξένοι, εχθροί σε περίοδο ειρήνης με μια εύθραυστη σιωπή ανάμεσα μας.
Ούλλοι τζαί ούλλα αναλώσιμα. Που το σάντουιτς αυγό-μαγιονέζα, ως το ξαθθομάλλικο που του λαλεί η ανήλικη μάνα του Shut up mate! Ε ρε μέιτς, εκατάλαβα πως για να ζήσεις δαμέ τζαί όι απλά να επιβιώσεις. Για να έρτεις, να κάμεις τη δουλειά σου τζαι να μείνεις άθρωπος με την σημασία της λέξης, πρέπει να κάμεις τζίνο που λαλεί ο Καζαντζάκης μες το βιβλίο του. Να ζεις με την πίστη στην χαρούμενη τραγωδία να "τραγουδάς το Ναι , να τολμάς τη δυσαρμονία γιατί ποθεί(ς) την ομορφιά". Με τζίνους που "μισολέν το Όχι και τυλίγονται στη ζωούλα τους" είμαστε που δυο χωριά, όπως λαλεί ο Καζαντζάκης.
Είμαστε που θκιο χωρκά επειδή εγώ εν ζω έτσι. Εγώ γελώ δυνατά. Εγώ κλαίω τζαί θέλω ώμο να γύρω πάνω. Εγώ διώ τη θέση μους στους γέρους επειδή σέβουμαι τους τζαί όι επειδή πρέπει. Στο χωρκό μου δεχούμαστε τους άλλους επειδή εν αθρώποι ίδιοι με μας, όι απλά ίσοι με μας. Να μεν παρεξηγούμαι. Το χωρκό μου έννεν η Κύπρος. Το χωρκό μου είμαι εγώ. Ζώ μέσα μου τζαί αντιπροσωπεύω τον εαυτό μου. Η άσσιμη εικόνα της Κύπρου εν με εκφράζει τζαί εν είμαι εγώ. Επιλέγω να είμαι η Φανερωμένη το απόγευμα, η ανοιχτή αγορά, ο λαμπερός ήλιος, οι αθρώποι οι αγνοί. Στο χωρκό μου τρώμεν επειδή αρέσκει μας, όι επειδή πρέπει. Στο χωρκό μου σταματούμε να μας βράσει ο ήλιος τζαί χαμογελούμε στα μωρά. Στο χωρκό μου βοηθούμε τζαί έχουμε υπομονή. Όταν πρέπει έχουμεν επιμονή, τζαί όταν πρέπει τζαι ανοχή. Στο χωρκό μου εν παίζουμε έναν ατέλειωτο παιχνίδι Αμίλητα Ακίνητα Αγάλματα μες το μετρό. Μιλούμε, τζαί αν δεν μιλούμε, κοιτάζουμε τζαί σκεφτούμαστε. Εν αφήνουμε το ipod να υπάρχει για μας, να κάμνει θόρυβο για μας, να μας κρατά παρέα. Μιλούμε, κατσιαρίζουμε τζαι αν χρειαστεί κρατούμε παρέα του εαυτού μας. Αφήνουμε τους άλλους να μας εντυπωσιάσουν με την αθρωπιά τους, θαυμάζουμε την ομορφιά σε κάποιον αντί να σσιερούμαστε για την ομοιομορφία του με τον δίπλα.
Στο χωρκό μου χαρίζουμε χαμόγελα, επειδή εν φτηνά, ας έν τζαι στα κρυφά. Στο χωρκό μου είμαστε ευγενικοί γιατί αξίζει του άλλου, τζαί όι για να μεν τον κάμουμε να μας ξιτιμάσει. Στο χωρκό μου αγαπούμε τον άλλο γιατί ξέρουμε ότι μερικές φορές η ζωή φαίνεται υπερβολικά ατέλιωτη για να τη ζήσουμε μόνοι μας. Στο χωρκό μου εν τρώμε πλαστικό φαί, ενώ διούμε σημασία στα πιο ασήμαντα πράματα. Στο τέλος της μέρας αντιλαμβανούμαστε ότι τα 5 λεπτά που εφάμεν να θωρούμε τζιντο σύννεφο εν πιο σημαντικά που το να τα εξοδέφκαμε να βουρούμε προς τον προορισμό μας επειδή το σύννεφο τζίνο εν θα ξανα-υπάρξει. Εν τέλει ούλλα όσα ήταν γυρώ σου εν να εξαφανιστούν, αλλά τα σύννεφα εν να εν τζιαμέ. Ποιά εν η καλλίτερη επένδυση καλό?Στο χωρκό μου "η μεγάλη αγάπη αντέχει, μπορεί να σηκώνει τα πάντα" τζαί ο θόρυβος του underground εν εν αρκετός για να σιωπήσει τες καρδίες μας που χτυπούν. Στο χωρκό μου, τα Αμίλητα Ακίνητα Αγάλματα, εν εν καθόλου αμίλητα, καθόλου ακίνητα τζαί καθόλου αγάλματα.

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Τα 10 που αρκήσαν

Τα 10 μου αρκήσαν, επειδή, έθελα να τα σκεφτώ καλά, τζαί το ότι εν με ερώτησε κάποιος συγκεκριμένα, "εφόρτωσε" με με το βάρος του ότι γράφω τα κυρίως για μένα, άρα πρέπει να είμαι απόλυτα ειλικρινής. Κάποιος μπορεί να πει, αφού εν για σένα ήντα τα γράφεις στο μπλογκ? Γράφω τα δαμέ επειδή εγώ εντυπωσιάστηκα που τα όσα εθκέβασα που άλλους μπλόγκερς. Μπλογκς που εν εθκέβαζα επειδή εν με ετραβούσαν αρκετά, είδα τα με άλλο μάτι τζαί πλέον είμαι φαν τους τζαι των αθρώπων που τα γράφουν. Επίσης έμαθα πως η μπλογκόσφαιρα εν σαν μια οικογένεια, χτισμένη στες σκέψεις τζαι τα συναισθήματα, στην έκφραση τους τζαί κατ' επέκταση στην ειλικρίνεια τζαι στην εμπιστοσύνη. Εν μια ιδιόρρυθμη οικογένεια, αλλά μοναδική με τη κυριολεχτική σημασία της λέξης.
Θέλω με τον τζαιρό να μπώ στην οικογένεια(ακούετε σαν ατάκα που το Godfather?) με την αξία τζαί το κόπο που θα βάλλω, αλλά τζαί με την εμπιστοσύνη που είμαι διαθετημένος να δείξω σε όσους θκεβάζω τζαί με σεβασμό τζαί αγάπη σε όσους με θκεβάζουν. Τα ποστς ήταν το πρώτο βήμα. Τούτο εν το δεύτερο.

1.Αγαπώ τον ουρανό που εν γνωστός ως vanilla sky. Πορτοκαλο-κοκκινο-ασπρος με πασσιά σύννεφα.

2.Αγαπώ τες μέρες που φυσά πάρα πολλά. Νιώθω ότι ζω σε έναν σουρεαλιστικό, παράλληλο κόσμο.

3.Το ανεπιτήδευτα καλό φαγητό.

4. Τα πάντα που αφορούν τον σσίλο μου.

5.Τα δέντρα τζαί τον ήλιο.

6.Το αθρώπινο σώμα, όι βιολογικά, αλλά νοητικά/ποιητικά, αλλά τζαί σεξουαλικά.

7.Την ποίηση, που εν αληθινή όι φτιαγμένη για να εντυπωσιάσει.

8.Το να γνωρίζω αθρώπους που με κάμνουν να θυμούμαι γιατί αγαπώ την αθρώπινη φύση τόσο πολλά.

9.Το δυνατό γέλιο που σε κάμνει να πονείς την τζιλλιά τζαί το στόμα σου τζαί να τρέχουν τα μμάθκια σου.

10.Το κλάμμα ευτυχίας, το κλάμα-κάθαρση.

Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Ηλικία μάλαμα

Ένα ποίημα του Τζιεράρντ Μάνλι Χόπκινς, λαλεί (σε ελεύθερη πάντα μετάφραση) πως όσο η καρδιά μεγαλώνει, έρχεται αντιμέτωπη με θεάματα πιο ψυχρά.

Έχτες επήαμε να επισκευτούμε την αρτηριοσκληρωμένη γιαγιά μιας φίλης. Είχαμε τα γνωστά "ποιος είσαι"επί 100 φορές. Επίσης το συνηθισμένο πλέον "είμαι 14 χρονών", και το τραγικό "Άμμα, άμμα!" κοιτάζοντας την πόρτα τζαί καρτερώντας τη μάνα που επέθανε πριν 30 χρόνια. Κάποια φάση ήρτε η αρφή της με τον άντρα της να φέρουν φαή. Ο άντρας γέρος τζαί τζίνος επήε να περιπαίξει. Ποιά εν τούτη ρα Ν.? δείχνοντας την φίλη μου, την εγγονή της. Κατα τη διάρκεια που το ελαλούσε, έτρεξε λλίο σάλιο ανεπαίσθητα που το στόμα του στο πάτωμα. Το σάλιο απαρέμεινε τζιαμέ καθόλη τη διάρκεια της επίσκεψης μας. Το σπίτι ήταν γεμάτο φύλλα μέσα, αζαγιές, εμύριζε 3ην ηλικία. Ο άντρας της Ν. εκοίταζε το κενό χαμένος στες σκέψεις του, προσπαθώντας να έβρει λλίη λογική μες το θέατρο του παραλόγου που τον έβαλλε να ζεί καθημερινά η γενέκα του, όπου εν 14 χρονών, αλλά παντρεμένη με μωρά, όπου οι γονιοί τους ζουν, αλλά έχουν τζαί δισέγγονα, όπου νεκροί συγγενείς μόλις εφύαν που την πίσκεψη τους τζιαμέ, όπου ημερομηνίες, μέρη, αθρώποι σμίουνται, ενώ τζίνος ακόμα έσσιει τα λογικά του τζαί προσπαθεί να κρατηθεί που τα λλία σταθερά πράματα. Αχρείαστες ημερομηνίες, όπως πότε έππεσε το γιοφύρι της Δευτεράς, ή πιόν ήταν το πρώτο του αυτοκίνητο.

Βρίσκω παράξενο πως τζίνοι οι αθρώποι κάποτε ήταν νέοι σαν εμένα, που τζαί τζίνοι εθεωρούσαν παράξενο να τρέχουν τα σάλια που το στόμα των γέρων τζαί να μεν το καταλάβουν, πως κάποτε εβουρούσαν, εκάμναν πάλη, σεξ, ενώ τωρά περπατούν αργά αργά σαν πορσελάνινες κούκλες σαμπώς τζαί εν να σπάσουν. Τωρά που εν γέροι πως νιώθουν? Ο 19ος μέσα τους λαλεί τους πως τζίνα που κάμνουν εν γεροντίστικα? Έχουν αντίληψη της ηλικίας τους, οξά ο τζαιρός εν όπως το αναλγητικό τζαί απλά εν καταλάβουν την αλλαγή. Ξέρουν πως άμαν τρων έχουν φαγιά κολλημένα πας τα σσίλη τους? Ξέρουν ότι μυρίζουν? Εγώ εν να ξέρω?

Πάλε, αρέσκει μου η ηλικία τζίνη. Ειδικά άμαν νιώθουν νέοι. Άμαν παν στες συνεστιάσεις του κατεχόμενου χωρκού τους τζαί χορέφκουν, άμαν πίννουν το κρασούι τους τζαί γυαλίζουν τα μμάθκια τους. Άμαν λαλούν ανέκδοτα. Άμσν μες το δρόμο σαν οδηγούν, ρωτούν σε αν μπορούν να περάσουν μπροστά σου σαν εν κλειστό το παράθυρο του αυροκινήτου. Τζαί όταν τους αφήκεις λαλούν εκατό φορές ευχαριστώ. Θκιεβάζεις εκατό φορές ευχαριστώ στα σσίλη τους. Τζαί ακόμα, πιο μετά που ξιάννουν τον δείχτη τους αναμμένο, να δείχνει αριστερά, τζαί τζίνοι παν αχάπαροι δεξιά.

Πολλοί, όπως συμβαίνει τζιαί με ούλλες τες ηλικίες χάνουν τον εαυτό τους. Στα 10 τους χάνουνται επειδή θέλουν να μοιάσουν στους άλλους, στα 17 επειδή θέλουν να διαφέρουν, στα 20 επειδή οδηγούν πολλά γλίορα τζαί ήπιαν, στα 30 επειδή απογοητέφκουνται που τη ζωή, στα 40 γιατί ασπρίζουν τα μαλλιά, στα 60 γιατί αποκαλούνται γέροι. Ο γέρος καταλάβει ότι εχαράμισε τη ζωή του. Επαντρέφτηκε πολλά μιτσής, εν εχάρηκε τη ζωή του. Τα κοπελλούθκια ήρταν πολλά γλίορα, τζαί ο ίδιος μωρό ήταν. Επίεν στη δούλεψη νωρίς τζαί έκαμε ότι του είπεν ο τζίρης του. Η γυναίκα μεινίσκει μόνη της, ξιτιμάζει το γέρο τζαί τη Κινέζα που του τα τρώει. Θεωρεί το άδικο, αλλά άμαν κοιτάζει στον καθρέφτη, καταλάβει. Έδωκε τα ούλλα στην οικογένεια της. Τωρά επάσσινε, έσσιει τρίσσιες, μουστάτζι, κώλους, τζιλιά. Εθυσίασε τη θυληκότητα της, τη ζωή της ούλλη. Ξέρει γιατί έφυε. "Εν είμαστεν εμείς για ομορκιές" σκέφτεται. Μετά τα 60 σταματάς να είσαι γενέκα? Τουλάχιστον ο Μάκης εσπούδασε στο καλλίτερο σκολείο.,..Στα 70 χάνουνται επειδή ξιάννουν...εν ξιάννω, είμαι 14, τώρα να έρτει η μάνα μου να σου θυμώσει.. άτε εν να πάω σκολείο τζιαμέ στη Χώρα. εν να με πάρει ο γιος μου ο....ο....τζίνος.
Αλλά άλλοι παλέφκουν το. Διούν ζωή στα χρόνια τους τζαί γίνουνται αθάνατη. Χαρίζουν ελευθερία στα κοπελλούθκια τους τζαί αυτόματα ελευθερώνουνται τζαί οι ίδιοι. Βρίσκουν τρόπους να κάμνουν σεξ χωρίς να πονούν τα κόκκαλα τους. Παν σε εστιατόρια, εκδρομές, μοιράζουνται το ίδιο κρεβάτι τζαί ας ροχαλίζει η γριά, ας την κλωτσά ο γέρος μες τον ύπνο του. Αφήνουν τον ρόλο του δασκάλου για τα εγγόνια τους, τζαί γίνουνται συνένοχοι στο παιχνίδι, ενώ εν ώρα του θκεβάσματος. Όπως τζαί όταν ήταν νέοι έτσι τζαί τωρά ζουν τη ζωή με πάθος. Οι άλλοι γέροι που τωρά χάνουνται, πάντα εχάνουνταν. Μες τες εμμονές του τί ΠΡΕΠΕΙ να γίνει, του τι κάμνουν οι άλλοι. Ακόμα τζαί όταν ήταν 10, 17,20,30,40,60.

Το ποίημα του Χόπκινς λαλεί πως όσο η καρδιά μεγαλώνει, έρκεται αντιμέτωπη με θεάματα πιο ψυχρά. Εν να το αλλάξω τζαι εν να πω πως όσο η καρδιά έρχεται αντιμέτωπη με πράματα πιο ψυχρά, τόσο περισσότερο πρέπει να μεγαλώνει.
Τζαί η καρδιές των γέρων μας είδαν πολέμους, ξεριζωμό, φτώσσια, εμπαιγμό, απατεωνιές, προδωσίες. Γι' αυτόν η καρδιές τους εν τόσο μεγάλες. Γι' αυτό, η καρδιές τους εν μάλαμα.

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Η Barbie με γρίπη.

Η Μπάρμπι είναι περίπου 50 χρονών. Αντί να γεράσει, έσσιει κλωνοποιηθεί, παστίνει, έσσιει αλλάξει χρώμα τζαί ιδιότητες. Εξεκίνησε σαν καλή νοικοκυρά, κυρία στο σαλόνι, κυρία και στο κρεβάτι. Με τα χρόνια που επερνούσαν τζαί τη χειραφέτιση των γυναικών, η Μπάρμπι αναγκάστηκε να φκεί που το καβούκκιν της. Ο καπιταλισμός την εχρειάζετουν. Εφκίκεν η στην δούλεψη. Μερικά χρόνια μετά, τζαί εν θέμα αν στις 100 Μπάρμπι που θα δεις σε ένα κατάστημα οι 2 έχουν δουλειά. Οι υπόλοιπες εν ακόμα πριγκίπισσες, άνεργες (στιλάτες άνεργες), μοντέλα που κρυφά κάμνουν κοκα'ί'νη τζαί αυτοκαταστρέφουνται με γερές δόσεις σαμπάνιας. Τζίνες που έχουν δουλειά, εν κάτι εντυπωσιακό σαν αστροναύτης τζαί πιλότος(ποτέ υπάλληλος σε εταιρία, καθαρίστρια ή γραμματέας), εν βρίσκουνται στην ζήτηση, γιατί τα ρούχα τους εν έχουν στρασάκια, εν βαστούν τσέντα τζαι τα μαλλιά τους πρέπει να βρίσκουνται σε κότσο εν ώρα εργασίας. Επίσης υπάρχει ο κίνδυνος να τες παρενοχλήσει σεξουαλικά το αφεντικό.
Σχεδόν 50 χρόνια μετά τζαί οι αναλογίες της Μπάρμπι, έδειξαν έρευνες ειδικών, εν πλέον απραγματοποιήτες. Δηλαδή αν κάποια επιχειρήσει να φτάσει ποττέ την αναλογία μέσης-δαχτυλίδι, βυζιά-αερόσακκοι, τζαί πόθκια-καμηλοπάρδαλης της Μπάρμπι, ή δε θα το καταφέρει Ποτέ ή θα πεθάνει στη διαδιακασία. Ούτε με εγχείρηση μπορεί να επιτευχθεί, γιατί θα εν αδύνατο να περπατήσει τζαί να ζεί μια φυσιολογική ζωή.
Φυσικά η Μπάρμπι εν ζει μια φυσιολογική ζωή. Εν έσσιει εθισμό στη σοκολάτα, ούτε μπορεί να πάθει επίθεση πανικού. Εν μπορεί να πασσίνει, τζαί εν θωρεί περίοδο, άρα εν εν ποττέ θυμωμένη. Μωρά εν μπορεί να κάμει, αλλά μπορεί να υιοθετήσει με ευκολία, τζαί χωρίς γραφειοκρατία, μωρά που της μοιάζουν. Εν έσσιει άντρα πλέον, άρα ούτε πεθερά άρα μπορεί να εν single mom. Έσσιει μια μαύρη φίλη για λόγους πολιτικής ορθότητας σε έναν κόσμο που εν ούλλο άσπρες. Άντρες ούτε για δείγμα. Ο δίμετρος Κεν με τους κοιλιακούς, το αετίσιο βλέμμα τζαί το τετράγωνο πρόσωπο, έφυε με τον καθαριστή της πισίνας τζαί κυκλοφορεί με το όνομα Κέντρα. Η Μπάρμπι εν παθαίνει γρίπη τζαί εν θωρεί τηλεόραση. Αν υπήρχε, κανένας εν θα εμπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της, γιατί
α)εν επήε ποττέ σχολείο, άρα εν αγράμματη
β)εν εθκέβασε ποττέ βιβλία
γ)εν είχε ποττέ φίλες άρα εν αντικοινωνική
δ)αν υπολογίσουμε ότι ο Κεν εξαφανίστηκε που τον κόσμο της πριν 10 χρόνια, έσσιει 10 χρόνια να το κάμει, άρα εν αδύνατο να την πλησιάσεις γιατί κολλά σε οτιδήποτε αρσενικό εντός 2 μιλίων.
ε)εν ξέρει τι εν η αγάπη γιατί ποττέ κάποιος άνω τον 7 εν την αγάπησε πραγματικά, άσε που της εφκάλαν ούλλα τα μαλλιά, χτένισε χτένισε
ζ)εβιάσαν την μικρά αγοράκια ανα τον κόσμο, σηκώνοντας την φούστα τζαί φκάλλωντας τα βυζιά της έξω.
η)εν έσσιει οικογένεια άρα εν ξέρει τι εν η αγάπη
θ)εν εκυκλοφόρησε ποττέ στον κόσμο έξω που τον δικό της, άρα εν ξέρει πως εν η ζωή που ζεις εσύ τζαί γω.
ι)εν έσσιει ίντερνετ ΚΑΙ ΚΥΡΙΩΣ φέισμπουκ άρα δεν υπάρχει κοινωνική ζωή.
κ)εν έσσιει γνώσεις άρα ούτε άποψη άρα ούτε χαραχτήρα
λ)εν θα γνωρίσει ποττέ τον υπέροχο κόσμο του οργασμού.
μ)εν θα μπορέσει ποττέ να κλαψει με πραγματικά δάκρυα ούτε να πονήσει την τζιλιά της που
το πολύ γέλιο.
ν)εν ξέρει να χρησιμοποιά το χρήμα
ξ)στον κόσμο της ούλλα τζαί ούλλη έχουν μιαν τιμή ενώ στον δικό μας παλέφκουμεν το ακόμα.
ο)αν υπήρχε απλά εν να πεθάνισκε σε μια γωνιά, μέσα στο ροζ φορεματάκι της, κρατώντας σφιχτά την ασορτί τσέντα που μέσα έσσιει μόνο ένα λίπγκλος, γιατί στον πραγματικό κόσμο, που ο κόσμος γελά, πάει τουαλέτα, νευριάζει, καρτερά τες διακοπές, γεννά, πεθανίσκει, η Μπάρμπι εν μπορεί να εν τίποτε παρά μια κούκλα στο κουτί.

Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

(Απο)Κωδικοποίηση

Αννίω το λάπτοπ. Βάλλω τον κωδικό για το hotmail. Θωρώ τα ίμειλς, τζαί μετά πάω yahoo mail που εν αφιερωμένο στους φίλους. Βάλλω τον κωδικό. Θωρώ τζαι τζιαμέ τα διάφορα νέα. Μπαίνω gmail, άλλος κωδικός, για το μπλογκ τζαί το νεοσύστατο facebook account(άλλος κωδικός) μου. Πάω γιούτιουμπ, άλλος κωδικώς για τον λοαρκασμό μου τζιαμέ.

Άλλο το Amazon, το Asos, τζαι διάφορα άλλα που θέλουν δικούς τους κωδικούς. Ότι κάμεις στο ίντερνετ πλέον θέλει κωδικό. Εν να γοράσεις ρούχα? Αεροπορικό εισητήριο? Βιβλία? Σιντί? Εν να μιλήσεις με φίλους στο Σκάιπ? Κωδικούς τζαί βίρρα κωδικούς.

Ούλλα γίνουνται με απόλυτη μυστικότητα, με έλλειψη εμπιστοσύνης. Με απώτερο σκοπό την ασφάλεια, την αποφυγή βιασμού των προσωπικών σου στοιχείων που άλλους.

Τζαί νιώθω ότι τούτη η κωδικολαγνεία, άρκεψε να χαραχτηρίζει τζαί την προσωπική μας ζωή. Ότι εν να γίνει πρέπει να γίνεται μυστικά, ασφαλή. Αρέσκει σου κάποιος. Μαθαίνεις που τρίτους το όνομα του. Κατασκοπέφεκεις τον/την που το facebook, θωρείς τες παρέες του/ της, που εταξιδέψαν το καλοτζαίρι, πόσα αδέρφκια έσσιει, ήντα σειρές θωρούν στην τηλεόραση, ίντα φράσεις εν οι αγαπημένες τους κλπ. Ούλλα τούτα που μιαν ασφαλή απόσταση, ενώ ο άλλος αγνοεί την ίδια την ύπαρξη σου.

Όταν εν να γνωρίσεις ένα καινούριo άτομο, καρτεράς να ακούσεις τες μαγικές λέξεις που γυρέφκεις. Τον κωδικό που εν να σε κάμει να πιστέψεις ότι ο άθρωπως τζίνος αξίζει το χρόνο σου. Υπάρχει τόσος πολύς κόσμος τζαί τόσος λλίος χρόνος που οι καινούριοι αθρώποι θεωρούνται αναλώσιμοι. Μια λάθος πρώτη κουβέντα τζαί προχωράς σε κάτι άλλο. Μια λάθος κίνηση τζαί ο λοαρκασμός σου κλειδώνεται για τζίνο το άτομο. Γιατί να ασχοληθείς παραπάνω? Υπάρχουν τόσοι τζαί τόσοι άλλοι.

Τζαί έτσι καταλήγουμε να δημιουργούμε κωδικό πας τον κωδικό με αθρώπους άγνωστους - εν τέλει τζαι με γνωστούς, τζαί στο τέλος έχουμε χτίσει γυρώ μας έναν τόιχο αδιαπέραστο που το αθρώπινο ενδιαφέρον. Όποιος πεί τζίνο που εν θέλουμε να ακούσουμε, όποιος κάμει μια κίνηση απαγορευτική μπλοκκάρεται που τη ζωή μας χωρίς πολλά πολλά. Βεβαίως, όπως βλέπουμε εμείς τους άλλους σαν αναλώσιμους, βλέπουν μας τζαί τζίνοι. Αν φορείς τα λάθος ρούχα, καπνίζεις λάθος μάρκα τσιγάρο, οδηγάς υπερβολικά παλίο αυτοκίνητο, αν δεν σου αρέσκει η Λέιτι Γκάγκα τζαί αν γουστάρεις να μιλάς για τέχνη τζαί πολιτίσμό αντί για την τηλεόραση, εν σαν να βάλλεις τον λάθος κωδικό. Εν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία.

Ακόμα τζαί στον κόσμο των μπλόγκερς, θωρούμε ένα μπλογκ για πρώτη φορά. Θωρείς την εξωτερική εμφάνιση τζαί θκεβάζεις το πιο πρόσφατο μπλογκ. Πριν καλά καλά φτάσεις στο τέλος, έσσιεις αποφασίσει, με εξαιρέσεις φυσικά, αν θα συνεχίσεις να το θκεβάζεις. Αν όι εν σε πολλοκόφτει. Έν σκέφτεσαι τον άθρωπο πίσω που το μπλόγκ, ούτε τα συναισθήματα πίσω που τα λόγια. Είμαστε ούλλοι αναλώσιμοι. Υπάρχουν πάνω που 500 κυπριακά μπλογκς τζαί ο χρόνος σου εν υπερβολικά λλίος για να ασχολείσαι με τον καθένα για πάνω που 2 λεπτά.
Σε μερικά μπλογκς, κυρίως πολιτικού περιεχομένου, θωρείς αθρώπους που με τα σχόλια τους πληγώνουν, τυφλώνουνται που την ελευθερία λόγου, που την απουσία προσώπου απέναντι, είτε εν το πρόσωπο του συνομιλητή τους είτε το δικό τους την ώρα που ξιτιμάζουν την μάνα τζαί τα κοπελλούθκια σου. Είμαστε ούλλοι αναλώσιμοι. Τί το κακό ανάμεσα στους 500 μπλόγκερς, ο ένας να σε αντιπαθεί? Τζαι για τζίνον αναλώσιμος είσαι.
Τζαι οι κωδικοί να πολλινίσκουν, να γίνουνται πιο περίπλοκοι, πιο περίτεχνοι.
Μια μέρα ξυπνάς τζαί εν βρίσκεις ούτε εσύ ο ίδιος τους κωδικούς που έβαλες. Μεινίσκεις κλειδωμένος έξω που τη ζωή σου τζαί όσες προσπάθειες τζαί να κάμεις για να έβρεις τους κωδικούς, εν τα καταφέρνεις.
Η μόνη λύση φαίνεται τζαί η πιο παράλογη. Να ξεκινήσεις μια νέα ζωή χωρίς κωδικούς. Να μιλάς σε ούλλους ώσπου να έβρεις κάτι κοινό. Τζιαμέ που θέλεις ασυναίσθητα να σιωπήσουν γιατί νομίζεις λαλούν πελλάρες, τζιαμέ να προσπαθείς πραπάνω. Να περάσεις πολλήν ώρα με έναν άγνωστο ώσπου να σταματήσει να εν άγνωστος. Να έχουν ούλλοι πρόσβαση στη ζωή σου αλλά με σεβασμό. Ούτε η Google εν τα ανέχεται ούλλα. Την ασφάλεια να την βρίσκεις στους αθρώπους που αγαπάς τζαί όι σε σχέσεις που χρειάζουνται αποδικωποίηση. Να μεν απομυθοποιάς τους άλλους για μια λάθος κουβέντα τζαί να μεν ανέχεσαι την δική σου απομυθοποίηση για κανένα λόγο. Τζαί φυσικά να θυμάσαι πως κανένας μα κανένας ενεν αναλώσιμος. Ένας άθρωπος να υπάρχει που σε αγαπά, σημαίνει πως εν είσαι αναλώσιμος. Ούλλοι είμαστε ξεχωριστοί. Είμαστε πολλοί, αλλά τζαί ο χρόνος εννεν λλίος. Κόψε λλίη που την ώρα που θωρείς τηλεόραση, που την ώρα που πνίεις τον πόνο μπροστά που το ψυγείο, που στέκεσαι μπροστά που τον καθρέφτη τζαι παρακαλάς τον να σου πεί ότι η τζιλλιά που κρέμμεται εν να γίνει κοιλιακοί τζαί ότι να βυζιά σου εν να μιαλίνουν τζαί εν να ανεβούν, ότι το πράμα σου εν να μακρύνει τζαί οτι οι άσπρες τρίχες εν να εξαφανιστούν τζαί εν να παραξενευτείς που το πόσος χρόνος μεινίσκει για να αφιερώσεις στους άλλους. Όταν πεθάνουμε έννεν η τηλεόραση, ούτε ο καθρέφτης που εν να κλάψει για μας. Εν οι αθρώποι που μας αγαπούν. Τζαι αγαπούν μας γιατί ξέρουν πως όσον αφορά το άτομο τους, εν χρειάζεται κανένας κωδικός για να προσφέρουν τζαί να δεχτούν την αγάπη.
Η κωδικοποίηση περιλαμβάνει την ποίηση, την δημιουργία. Ας μεν γίνει λόγος για να καταστρέφουμε σχέσεις.

Τρίτη 24 Αυγούστου 2010

Η τίγρης τζαί οι Αθρώποι της Φωθκιάς

Πέμπτη πρωί τζαί είμαι με τη δασκάλα της κιθάρας. Διά μου 2-3 κομμάθκια που πρέπει να μάθω τζαί μετά δια μου ένα άλλο τζαί λαλεί μου με την ρωσική προφορά της, "Τούτου εδώ είναι για το ψυχή σου", εννοώντας ότι εν εν ανάγκη να το μάθω, μόνο αν θέλω. Εχαμογέλασα μόλις μου το είπε. Εχαμογέλασα γιατί εν ασυνήθιστη φράση να χρησιμοποιήσεις κάποιος αλλά τζαί επειδή είβρα το πολλά γλυτζί πράμα να πεί κάποιος. Κάμε το αλλά όι για μένα. Παίξε το για τη ψυσσίη σου.


Πιο μετά θκεβάζωντας Καζαντζάκη, ππέφτω στο εξής κομμάτι (εν στον ζωολογικό κήπο του Λονδίνου): ...οι τίγρες είναι το πιο αποκαλυπτικό, το πιο αντιπροσωπευτικό δημιούργημα της ζωής. Είναι η καθαρή ουσία της φοβερής δημιουργικής κίνησης, η γυμνή, αχόρταγη, πονηρή, ανήλεη δύναμη, λυγερή πολύ κι όλο ύπουλη επικίντυνη χάρη - απαράλλαχτη σαν το Πνέμα.

Αν το Πνέμα ήταν ορατό, έτσι, σαν τον τίγρη θα περπατούσε, και θα' τρωγε την ίδια τροφή: κοτρόνια κρέας. Κι έτσι με το ίδιο κίτρινο μάτι, πιτσιλισμένο αίμα, θα κοίταζε τους ανθρώπους. Όχι σαν οχτρός ούτε σα φίλος, σαν κρέας."



Μέσα σε μια μέρα είχα θκιο αντικρουώμενες απόψεις για τη ψυχή-πνεύμα. Η μια υποδείκνυε μου πως η μουσική εν κάτι γαλήνιο, κάτι σχεδόν που όνειρο, σαν ένα καλό ξωτικό που ημερεύκεις το με μουσική τζαί καλόπιασμα. Τζαί τούτο που ένα άθρωπο που σέβουμαι, που ένα Δάσκαλο, έστω κιθάρας. Που ένα άθρωπο που θέλει να τρέφω τη ψυχή μου με μουσική. Τι πιο αγνό?
Που την άλλη είχα τον Καζαντζάκη. Γίγαντας λογοτεχνικός τζαί απ'ότι θέλω να πιστέφκω ένας άθρωπος υπεράθρωπος. Στες απόψεις του, στο βλέμμα του που έβλεπε πράματα που οι άλλοι εν εμπορούσαν, στα σσιέρκα του που είχαν την δύναμη να γράψουν λόγια δύσκολα, που πονούν, αλλά που πρέπει να ειπωθούν. Έλεεν μου πως το πνεύμα εν έσσιει ταυτότητα καλού ή κακού. Εν κάτι ουδέτερο, έξω που μένα. Κάτι που το τρέφεις ωμά, χωρίς πολλά πολλά, αλλά ταυτόχρονα κάτι που εν ακαταμάχητο, που έσσιει μια γοητεία που καταφέρνει να σε πάρει πίσω στον τζαιρό που τζαί μεις σαν αθρώποι στες σπηλιές, εσκοτώναμε απρόσωπα για να επιβιώσουμε. Μες τζίντην αγριάδα, τη φαινομενική βαναυσότητα υπήρχεν μια ομορφκιά τέλεια, "γυμνή" όπως λαλεί τζαί ο Καζαντζάκης, μια έλξη προς τζίντην δύναμη που που το τίποτε εδημιούργησε μας. Τζαί αδυνατώ να διαφωνήσω μαζί του. Ότι μου λαλεί ακούουνται μου όι μόνο λογικά αλλά τζαί αληθινά-όπως ότι λαλεί εξάλλου.

Σκέφτουμαι πως τούτη η πάλη μεταξύ των θκιο τούτων απόψεων, αντικατοπτρίζεται τζαί στην τέχνη. Για παράδειγμα στη ζωγραφική, έχουμε ζωγράφους που εθέλαν να αιχμαλωτίσουν το φως στους πίνακες τους. Ζωηρές κινήσεις ζωής, στιγμές που ειπώνονται με ένα χαμόγελο ή με λλίο κίτρινο στον καμβά. Έχουμε ζωγράφους που στην τέχνη τους αιχμαλωτίζαν το σκοτάδι, επνίαν την αθρώπινη κίνηση με μαύρο, εσυστήναν τες πιο σκοτεινές πλευρές του πνεύματος πάνω στον καμβά που ελύγιζε που το σθένος τούντων συναισθημάτων, υπέκυπτε που τα τραύματα που του επροκαλούσεν οι ανεξέλεγκτες πινελιές τους καλλιτέχνη. Σκοπός εν ήταν η ομορφκιά αλλά η αλήθκεια, σκοπός εν ήταν να συμπαθήσεις ή να μισήσεις τον πίνακα αλλά να σε τρομάξει η αλήθκεια του.

Εκατάληξα ότι σε κάθε εποχή υπάρχει τούτη η πάλη μεταξύ ψυχής τζαί πνεύματος. Μεταξύ του εξωρα'ι΄σμού των πραμάτων, της ωραιοποίησης τους, τζαί του πως πραγματικά ένει. Τζαι θεωρώ πως εν υπάρχει κάτι κακό με τούτο. Εν αγνότατο πράμα να θέλουμε να πιστέφκουμε ότι η ψυχή μας εν μια ήρεμη γη χωρίς πολέμους, χωρίς φωθκιά τζαί πάθος. Μια γη που εφραίνεται με ωραία μουσική, με ρυθμική ποίηση τζαί πολύχρωμους πίνακες. Το κακό βρίσκεται στο όταν αρνούμαστε να αποδεχτούμε το πνεύμα σαν Καζαντζική τίγρη, που τρέφεται με κρέας ωμό σαν την αλήθκεια που πρέπει να λαλούμε, ασυγχώρητο σαν τη ζωή που ζούμε, απρόβλεπτο σαν το δρόμο που εν πάντα απλομένος μπροστά μας, ανήλεο σαν τους προγόνους μας που ανάφκαν φωθκιές όπου είσιεν πέτρα, με μιαν πονηριά που αντικαταστήσαμε με την πανουργία , γυμνό σαν την προπατορική ενδυμασία μας που πλέον εκαλύψαμε με ρούχα ακριβά που κρύφκουν τη φτηνή φύση του χαρακτήρα μας που αναπτύξαμε.
Στες μέρες μας εμείναμε στην ωραιοποίηση τζαι αφήκαμε το πνεύμα. Γοράζουμε περιποιημένες πλαστικές σαλάτες που το σούπερμάρκετ, φορούμε ρούχα που πάνω έχουν το όνομα αθρώπων που εν ξέρουμε, που εν θα μάθουμε ποττέ τζαί που πιθανότατα απαξιούν για μας. Εσβήσαμε τες φωθκιές μέσα μας που ανάψαν με μόχθο τζαί αίμα οι προγόνοι μας τζαί έμεινεν η κρύα τζαί γυμνή πέτρα. Τζίνοι ήταν οι Αθρώποι της Φωθκιάς τζαί εμείς τα αθρωπάκια των σπηλαίων.

Κυριακή 15 Αυγούστου 2010

Το Άντι-Ταζ Μαχάλ

Το Αντι-Ταζ Μαχάλ εν κυπριακό. Βρίσκεται τζιαμέ λλίο πριν το έμπα της Λευκωσίας, άμαν έρκεσαι που Λάρνακα εν στα αριστερά. Πρόκειται ένα μεγάλο σπίτι/μικρό παλάτι που τζίνα που συνηθίζουν να χτίζουν οι Κυπραίοι πριν παν φυλακή που τα δάνεια.
Το σπίτι τούτο, αν εκαταλάβεται πιο λαλώ, εν αιώνια άχτιστο. Έσσιει γυρώ φοινιτζιές, τζαί εν πάνω σε ένα ύψωμα μόνο του. Έσσιει τουλάχιστον 10 χρόνια που εν τζιαμέ τζαί εν ατέλειωτο. Γκρίζο τζαί μίζερο φορεί το προσωπείο του ιδιοκτήτη που εν εγνώρισε ποττέ.
Ο μύθος λέει (είπεν μου ο παπάς μου) πως έχτιζε τον ένας πλούσιος για την κόρη του αλλά όταν τζίνη είπεν του πως αγαπά έναν αλλοδαπό, τζίνος στο όνομα της νεόπλουτης κυπριακής πατρικής αγάπης είπεν της αν δεν χωρίσεις εν σου το τελειώνω. Τζαι έτσι ήταν η μοίρα του σπιθκιού να μείνεί άχτιστο, να καρτερά έναν ιδιοχτήτη που εν θα έρκετουν ποττέ εις το όνομα της αντι-αγάπης.

Ξέρετε, το είδος της αιώνιας αγάπης π.χ. της γονικής, που αν τζαί αιώνια κλονίζεται με το πρώτο σκουλαρίκι, το πρώτο, τατού, την πρώτη κακή παρέα, την πρώτη λάθος αγάπη, για έναν μαύρο ή για κάποιον του ίδιου φύλου. Η αγάπη φυλακή που εν γεμάτο πρέπει τζαί γεμάτο προσδοκίες που ούλλον ζητούν σου αλλά εν πέρνεις. Η αγάπη που σε σταματά να πραγματοποιάς τα όνειρα σου γιατί τα όνειρα του παπά εν άλλα. Η αγάπη που εν να σε κάμει να δουλέφκεις όπως τον σσίλο για μια ζωή για τα παιθκιά σου, για "να έχουν μιαν καλλίτερη ζωή", σε μια σσιρόττερη σκλαβιά, δουλέφκωντας για τα δικά τους παιθκιά τζαί χωρίς κανένας να ζεί τη ζωή του τελικά. Αν τολμήσει κανένας να πραγματοποιήσει τα όνειρα του, να ζήσει για τζίνον, τζαί όι για την μάμι τζαί τον ντάτι, γίνεται το μαύρο πρόσωπο, τζαι η απειλή έτοιμη, το αιώνιο όπλο στο τραπέζι. "Εν να σε αποκληρώσω, να δούμε τι εν να κάμεις όταν εν θα βαστάς λεφτά!" Ωραία,ζεστά, σίγουρα λεφτάκια και ευτυχία φέροντες.

Το σπίτι τζίνο, το σύμβολο της σημερινής αντι-αγάπης που μαστίζει, εν μπορώ παρά να το παρομειάσω με το Ταζ Μαχάλ, τζαί να το ονομάσω το απόλυτο αντι-Ταζ Μαχάλ.
Το πρώτο έχτισε το ένας σύζυγος στη γυναίκα του με το θάνατο της. Το απόλυτο σύμβολο αγάπης. Της αγάπης που εν ζητά τίποτε. Ούτε καν ευχαριστώ. Ούτε καν την παραμικρή αναγνώριση. Της αγάπης που σε κάμνει να χτίσεις κάτι για κάποιον που εν θα το δεί ποττέ. Που εν θα σου αφληκει περιουσία τζαί άρα εν έσσεις συμφέρον να χτίσεις. Το είδος της αγάπης που εν να σε κάμει να χαράξεις χιλιάδες σκαλιά σε ένα βουνό για να περπατά τζίνος ο άθρωπος που αγαπάς, να σπάζεις την πλάτη σου, να τσακίζεις σσιφτός, για να αφήκεις πίσω σου ένα μονοπάτι που πέτρα, όπως έκαμε κάποιος στην Κίνα για τη γυναίκα του.
Το δεύτερο έχτισε το ένας σε μιαν αιώνια κατρακύλα προς το βόθρο του χρήματος. Ένα σπίτι που στέκεται περίοπτο τζαί μοιραίο τζαί θωρεί τους Κυπραιους που περνούν που μπροστά του. Σύμβολο μιας αντι-αγάπης απαίσιας που εν θα έπρεπε να υπάρχει. Εν θα έπρεπε καν να το αποκαλώ αντι-αγάπη τουντο πράμα. Εν το τόσο μολυσμένο τζαί λέρο συναίσθημα που εν του αξίζει να βρίσκεται τόσο κοντά στην λέξη αγάπη.
Το σπίτι θωρούμεν το τζαί όμως εν μας συγκινεί. Εν παραδειγματιζούμαστε. Ένας άθρωπος στο όνομα της αγάπης είσσιε να χτισει σπίτι της κόρης του. Φανταστείτε τζίνη χαρά όταν της το είπε. Για τζίνην ήταν η απόλυτη ένδειξη αγάπης που τον παπά της, Που το παπά που την εβαστούσε στα σσιέρκα του που ήταν μιτσιά. Που την εφιλούσε πριν τζιμηθεί. Που την επήρε σχολείο την πρώτη μέρα, που της ελαλούσε "να το φιλήσω να γιάνει" όταν έππεφτε χαμέ. Που την έμαθε να κολυμπά τζαί που την έμαθε τι εν η αγάπη όταν της ελαλούσε παραμύθκια για πρίγκιπες που σκοτώνουν δράκους για να εν κοντά στην καλή τους.
Τζαί ξαφνικά η απόλυτη προδωσία. "Επείρες μαύρο?" "Χώριστον βάρβαρο, τον φτωχό, τον λέτσο, αλλιώς σπίτι εν έσσιει. Να δούμε σε ίντα τρώγλη εν να ζεις μετά, ήνταν που εν να ταίζεις τα μπάσταρτα σου τα μωρά".(τούτου του είδους οι γονείς αρέσκουνται στην υπερβολή τζαί τα βαρετά λόγια). Μπορεί να της είπε τζαί κανένα "'Ισσιαλλα να μεν δεις χα΄ί΄ρι αμαν τον πάρεις.(η προσωπική ευτυχία των παιθκιών εξαφανίζεται όταν τα πράματα εν παν σύφωνα με το σχέδιο.) Η κατάρα εκράτησε φαίνεται για πολλά χρόνια. Πάνω που δέκα. Τωρά το σπίτι χτίζεται πάλε. Γλίορα γλίορα μάλιστα. Σίουρα έγινεν το δικό του τζίρη. Το χρήμα πάντα κερδίζει σε έτσι φαμίλιες. Για εκατάφερε να χωρίσει την κόρη τζαί να την εκαταδίκασε σε κανένα γάμο-φυλακή με μια οικογένεια που έσσιει επιχειρηματικά παρεδώσε, καταδικάζοντας έτσι τζαί τα εγγόνια του σε μιαν ζωή αντι-αγάπης για χτίζει το για κανέναν άλλο.
Πριν τελειώσει τζαί γίνει σαν ούλλα τα σπίθκια που εγέμωσεν η Κύπρος, μεγάλα σπίθκια που μέσα ζουν μικροί αθρώποι, θέλω να ξαναπεράσω, να θαυμάσω το Αντι-Ταζ Μαχάλ, το αιώνιο σύμβολο της σύγχρονης αγάπης που έσσιει επίκεντρο τα λεφτά. Απαίσια, κρύα, σίγουρα λεφτάκια και δυστυχία φέρωντας. Σε μια ζωή παραμυθένια που ο πρίγκιπας σκοτώνει το δράκο έναντι αμοιβής τζαί παντρέφκεται την πριγκίπισσα αφού συφωνήσει την προίκα με τον βασιλιά τζαί το γράψει ένα σπίτι στη Μακεδονίτισσα.