Τζιαμέ που περιμένεις το μάννα, έρκεται το κλάμα, τζιαι τζιαμέ που προετοιμάζεσαι για κλάμα, έρκεται το μάννα. Το μόνο που μεινίσκει τελικά εν να ζεις τζιαι να γελάς. Τζιαί το κλάμα του Θεού ένι.















































Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

Αλμυρές Αλχημείες

«Άδε, Άδε!!», λαλεί ο θείος με μια κάποια περηφάνια σηκώνοντας το πιρούνι του θριαμβευτικά. Ένας τεράστιος καράολος κρέμεται που πάνω, τζαί ούλλοι είμαστε κάπως «Όι ρε, μάσσιαλλα»…

Καθούμαστε σε ένα τραπέζι πιο γεμάτο που άλλες φορές, με φαγιά που εν κολλούν μεταξύ τους (σουπιές, καραόλους με ρύζι, μανιτάρκα αναδρύκας, ψητό, σαλάτα, λαός ξυδάτος), τα πιάτα γεμάτα με ούλλα που τούτα τα φαγιά τζαί ούλλοι μιλούμε για φαί. Η κουβέντα ππέφτει στες χύτρες ταχύτητας, τζαι εγω διηγούμαι κάτι που έγινε στην Πολίτικη κουζίνα, ενώ η θεία μου συνεχίζει με μιαν παρόμοια ιστορία που της εσυνέβηκε, όπου εκράγηκε η χύτρα, επετάχτηκε ως το ταβάνι τζαί έππεσε κάτω για να μοιράσει την κουζίνα που έψηνε στα 2 ενώ ταυτόχρονα να βρέχει παραβρασμένο φασολάκι. Γελούμε ούλλοι τζαί συνεχίζουμε να τρώμε. Ο παππούς μου εξηγά σε ούλλους πως ένας τρόπος να φκεί ο καράολος που μέσα εν να του φκάλεις μια τρύπα, να φυσήσεις δυνατά τζαί τζίνος, αρκετά σίουρα, εν να πεταχτεί έξω, τίτσιρος τζαό πεντανόστιμος. Για του λόγου το αληθές, φυσά μες τους καραόλους τζαί γίνεται πρασινομπλέ που την προσπάθεια, ενώ οι καράολοι πετάσσουνται δεξιά αριστερά, πετάσσοντας καφέ ζουμιά πας το τραπέζι με τη γιαγιά μου να σκέφεται «ούφφου τούτος ο άντρας μου».

Τρώμε, σπάζουμε, τζαί επειδή η κουβέντα τζαί η διάθεση τραβά το, πάμε για ακόμα ένα γύρω, βιώνοντας τζίνο που λαλούν η Γάλλοι σαν τρύπα στο στομάχι, που ενώ έφαες ήδη αρκετά, κάτι έγινε τζαί μπορείς να συνεχίσεις χωρίς πρόβλημα.

Στο τέλος εν έσσιει γλυκό. Η γιαγιά μου φέρνει κάτι τέλεια φοινίτζια τζαί καρύθκια πίκανς. Σπάζει τα ο θείος μου τζαί μοιράζει τα σε ούλλους σαν να κάμνει αρχαίο δώρο όπως τζίνα των πρώτων αθρώπων, που εμεινίσκαν σε σπηλιές. Δεχούμαστε το δώρο με ασυναίσθητη ευλάβεια τζαί εντικτωδώς, κάμνουμεν ούλλοι «σάντουιτς» κλείοντας τα καρύθκια σε φοινίτζια. Το καλύτερο πράμα για μετά το φαί. Ούτε γλυκά του ζορπά ούτε τίποτε.

Στην Κύπρο το φαί εν μέρος της καρδιάς μας. Μια διαφήμιση ψωμιού μπορεί να μας συγκινήσει, ούλλη μας η ζωή περικλείεται σε συγκεκριμένες γεύσεις. Για μένα η λουκανικόπιττα σφραγίζει το σχολείο, οι σοκολάτες τα Χριστούγεννα στο χωρκό, το μήλο τζαί το τυρί σε ένα πλαστικό μπωλ τη γιαγιά μου, την αναρή τζαί την τομάτα την μάνα μου, τες σοκολάτες του αεροδρομίου τες Λίντ, τον παπά μου. Το σάντουιτς σύκου με αμύγδαλο μέσα τον παππού μου. Το κέικ ιντοκάρυδο τη θεία μου σε μιαν εποχή που η απόσταση εν μας εχώριζε, που την αγαπούσα τζαί έδειχνα της το.Την Άντρεα τη πρώτη μου αγάπη στα 7-8 μου εσφράγισε την η ανά,μηση του να καθούμαστε σε ένα παγκάκι, τζαί να τρώμε κούννες πανέ, εγώ το πόξω τζαί τζίνη το μέσα, κάμνωντας την δική μας θεία κοινωνία. Τζίνη του αθώου του έρωτα. Τη Νικόλ των παιδικών μου χρόνων, σφραγίζει την η Κιτ Κατ που μου εχάρισε για να μου πει πως με αγαπά στην εκδρομή. Την αρφή μου οι τρούφες, που ως τα σήμερα πιστέφκω εν οι καλλίτερες που υπάρχουν. Πλάθωντας τες κρυφά την ώρα που τζοιμάται η μάμμα μας, για να μεν θυμώσει. Το πρώτο φαί που έκαμα, πίτσα με σλάις, πουμαρό τζαί τυράκι, βάζωντας την στο μάικρογουέιβ, με το ψωμί να γίνεται παπάρα. Ενστικτωδώς της επόμενη φορά βάλλω ρίγανη, ακόμα εν ξέρω γιατί τζαί γίνεται το αγαπημένο μου σνακ. Ακόμα τζαί σήμερα, κάμνω μιαν βελτιωμένη έκδοχή με σπιτική ζύμη. Τα αχλάθκια αρέσκουν μου μόνο τζαί μόνο επειδή έχω μιαν ανάμνηση να είμαι πολλά μιτσής τζαί να τρώω αχλάδι μπροστά στην τηλεόραση. Έσσιει τουλάχιστον 3-4 χρόνα να φάω, αλλά αν με ρωτήσεις εν τω αγαπημένο μου φρούτο.

Το γυμνάσιο σφραγίζει το η φεττόποττα της καττίνας τζάι οι κίντερ οι σοκολάτες. Τον φίλο μου τον ένα σφραγίζει τον η βάρκα αμυγναλωτού, την άλλη τα προν κράκερς, το πρώτο πράμα που έφα που τα σσιέρκα της. Όταν ήμουν τελειόφοιτος, εσφραγίστηκε η χρονιά που τα πικ νίκ στην αυλή. Κάθε φορά τζαί πιο μεγάλα. Με αποκορύφωμα το (αποτυχημένο) φοντύ.

Στην Κύπρο έχουμε παροιμίες για το ψωμί τζαί το αλάτι, για τα παιδιά του φρονίμου, ξέρουμε ότι αν δεν φάεις το αυγό σου εν θα μεγαλώσεις, αν δεν πιεις το γάλα σου εν θα ψηλώσεις, αν δεν φάεις το φαί σου εν θα γίνεις δυνατός. Στα δημοτικά μας μαθαίνουμε τα μωρά μας να μαιρέφκουν στα οικοκυρικά, ήντα τταλαττούρκα, ήντα δούκισσες θυμούμαι εκάμναμε. Στην Κύπρο η ζωή μας συνοψίζεται στα πισκόττα μόρνιν κόφι. Βουττημένα μες τον καφέ. Στην Κύπρο γιορτάζουμε την ζωή με φαί τζαί αποχαιρετούμε την με φαί. Κόλλυφα. Γλυκό για να πολεμήσουμε το πικρό σε μια μάχη χαμένη. Εν τζαί τζίνο μια κάποια παρηορκά.

Σε μια χώρα που εν απόλυτα φυσιολογικό να σηκώσεις κάτι τόσο ταπεινό όπως έναν καράολο με θρίαμβο, ξέρεις πως εν να βρείς αθρώπους που σαν τζίνους εν έσσιει ο κόσμος. Που η κάθε τους μέρα που αξίζει να θυμάται ο ανθρώπινος νους σφραγίζεται τζαί που ένα συναίσθημα. Τζαί τζίντο συναίσθημα που μια γεύση.

Που είμαι στο εξωτερικό, οι συγκάτοικοι μου θωρούν με να αννίω φύλλα, να κάμνω πίττες, να ξεκινώ τη μέρα μου με μέλι, να στολίζω το δωμάτιο μου με λεμόνια, να τσιγαρίζω, να καβουρδίζω, να σωτάρω, να κόφκω, να παραγεμώνω, να μοιρίζω την κανέλα, να βάλλω αλάτι με το μμάτι, να σύρνω πράματα μες την κατσαπόλα που εν ξέρουν τι ένι: δάφνη, κάρδαμο, άγριο θυμάρι. Κάθε μέρα θωρούν με συγκαταβατικά, παράξενα, αφού ξέρουν ότι μπορείς να σύρεις κάτι της μιας λίρας μες το μάικρογουέιβ. Αλλά αν τζίνοι θωρούν με συγκαταβατικά μια, εγώ θωρώ τους δέκα, γιατί ξέρω ότι εν απλά θεατές. Θεατές σε μια παράσταση που διώ ξεδιπλώνοντας ούλλες τζίντες θύμησες, τες μεταμφιεσμένες πίσω που γεύσεις άγνωστες σε τζίνους. Γεύσεις-κλειδία του γρίφου που είμαι για τζίνους, όταν μαιρέφκω τες αλχημείες μου πάνω που καζάνια που βράζουν κάτι νύχτες που σσιονίζει τζαί η μοναξιά μου εν πιο μεγάλη που την πείνα μου.

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Γιορούμπα

Οι Γιορούμπα, ήταν μιαν Αφρικάνικη φυλή που έζησε στην Δυτική Αφρική, κάποια φάση μ.Χ. Απόγονοι τούτης της φυλής υπάρχουν ακόμα τζαί σήμερα σε κομμάθκια της ηπείρου. Στην πόλη Ίφε, οι Γιορούμπα άκμασαν όσο, πιθανόν, καμιά άλλη Αφρικανική φυλή. Η τέχνη τους έφτασε σε ένα επίπεδο που έκαμε πολλούς να την συγκρίνουν, όι σε στύλ, αλλά σε ποιότητα, με έργα της Αναγέννησης. Πολλοί αρχαιολόγοι, επιστέφκαν για χρόνια πολλά ότι τα δείγματα τέχνης που εβρίσκαν ήταν του λαού της χαμένης Ατλαντίδας, γιατί εν εμπορούσαν να πιστέψουν ότι μια Αφρικανική φυλή, ήταν ικανή να δημιουργήσει κάτι τόσο εξαιρετικό, τζαί συγκεκριμμένα τις μάσκες τους τες ξύλενες.

Συνήθως οι λαοί, όταν πρόκειται να αφιερώσουν τον χρόνο τους, τους πόρους τους, την ενέργεια τους για τη δημιουργία τέχνης, σημαίνει εφτάσαν σε ένα σημείο που έχουν την άνεση η τέχνη να αποχτήσει θέση στη ζωή τους. Ας πούμε, άμαν πεινάς, έν εν η πρώτη σου δουλειά να αφιερωθείς στην τέχνη, αλλά να έβρεις φαί, να χτίσεις μιαν κοινωνία δυνατή που να μπορεί να εκμεταλλευτεί τους πόρους της. Όταν εν να δημιουργήσεις κάτι δηλαδή, εν επειδή γεννιέται πλέον η ανάγκη για τζίνο τζαί όι έτσι για το χάζι. Εύκολο να καταλάβει κάποιος την ανάγκη για τα αγγεία, τα ρούχα, τες προσφορές στους θεούς που εν μια μορφή τέχνης. Αλλά τες μάσκες?

Τί σπρώχνει, όι έναν άθρωπο, αλλά μιαν φυλή, να δημιουργήσει μάσκες? Τζαί όι ότι τζαί ότι.. Μάσκες αγριωπές, στο χρώμα της καμένης γης, με χαραχτηριστικά σκληρά, που σε παγώνουν με το βλέμμα τους έστω τζαί αν τα μμάθκια τους εν όφκερα.

Σκέφτουμαι συχνά τα πιθανά γιατί. Σκέφτουμαι συχνά τζαί πως όταν μια κοινωνία έσσιει την ευχέρεια να ασχολείται με την τέχνη, σημαίνει ότι τότε ξεκινούν τζαί τα προβλήματα. Η απομυθοποίηση όσων έθελε να δημιουργήσει έρκεται σε ένα μοιραίο κύμα ντεστρούδο τζαί αφήνει πίσω αθρώπους συντρίμμια. Η διαφθορά, η ζήλεια, η ανισότητα, η εκμετάλλευση, γεννιούνται σιγά σιγά τζαί τρων τες ψυσσιές των κάποτε αγνών αθρώπων που απλά εθέλαν μιαν πιο άνετη ζωή. Νομίζω εν σε τζίντο σημείο που αρκέφκει ένας λαός να δημιουργεί μάσκες. Μόλις ανεβεί στην κορυφή (λιμπίντο) τζαί εν θέμα να αρκέψει να ταλαντεύεται τζαί εν τέλει να ππέσει (ντεστρούδο). Μόλις εν ανάγκη να δημιουργηθούν τζαί οι μεταφορικές μάσκες. Τζίνες που προσπαθούν να κρύψουν την ανειλικρίνεια πίσω που ένοχα μμάθκια. Τζίνες που κρύφκουν τα χαμόγελα ικανοποίησης που εξεγελάσαν κάποιον. Τζαί τζίνες που εν τέλει κρύφκουν τα δάκρυα πριν τα δεί κάποιος τζαί σαν θύτης επιτεθεί στην τραυματισμένη λεία.

Όταν έμαθα για τούτες τες μάσκες εκατάλαβα ότι στη ζωή μου, όταν έφτανα στο ποιο ψηλό σημείο τζαί η πτώση ήταν θέμα χρόνου, είχα μια μάσκα των Γιορούμπα να με κοιτάζει. Με τζίνο το βλέμμα της καμένης γης. Που εν αφήνει τίποτε να φυτρώσει. Τζαί πράγματι όταν έππεφτα, ήταν σαμπώς τζαί η ίδια μάσκα εθώρεν με τζαί εγελούσε. Λλίο παράδοξο, μιας τζαί πολλές φορές οι μάσκες τούτες έχουν δάκρυα χαραγμένα πάνω τους. Μια ξύλενη φάτσα εθωρούσε με χαρά τζαί λύπη. Χαρά επειδή για τούτον εφτιάχτηκε. Για να θωρεί τους αθρώπους να ππέφτουν, σαν μοιραία ντόμινο σε ένα παιχνίδι χαμένο που την αρκή. Όμως τζαί με λύπη, γιατί πίσω που τζίνην τη μάσκα, κρύφκεται ενα πρόσωπο, που τα δάκρυα μετάνοιας του ήταν τόσο ασυγχώρητα, που εχαράξαν τον δρόμο τους πάνω στην μάσκα. Τζίνη, της καμένης γης.