Τζιαμέ που περιμένεις το μάννα, έρκεται το κλάμα, τζιαι τζιαμέ που προετοιμάζεσαι για κλάμα, έρκεται το μάννα. Το μόνο που μεινίσκει τελικά εν να ζεις τζιαι να γελάς. Τζιαί το κλάμα του Θεού ένι.















































Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Όλα γυρίζουν

Στο καθιερωμένο τραπέζι σήμερα, επάγωσα μιαν σκηνή τζαι επαρακάλεσα το χρόνο να περπατήσει πάνω σε ότι αναπνεύσαμε τζαι ότι αγαπήσαμε λλίο πιο σιγά, έτσι για να την απολαύσω, να τη χωνέψω।


Μες την κουζίνα, η γνωστή, η λλίο κιτς, που με είδε να πετώ που μέσα της βιαστικός με φευγαλέα αόριστα «γειά!» στην εφηβεία, που με εκάλυψε στο πρώτο μου κρυφό τσιάρο, που εμεγάλωσε τζαί εμαύρισε το άσπρο της μαζί με μένα που μεγάλωνω τζαι μαυρίζει το άσπρο μου.


Η κουζίνα τζίνη, που αγάπησα τόσο, γεμάτη αθρώπους, σαν πάντα, γεμάτη κατσιάρισμα τζαί πιρούνια που χορέφκουν πας τες πορσελάνες, γεμάτη ποτήρκα με κρασί τζαι όπως κάθε χρόνο με ένα καινούριο μωρό να βουρά μες τα πόθκια μας, να φουτουνιάζει τη γιαγιά μου τζαι να καταλήγει κάτω που το τραπέζι μπρούμουττα να κλαίει (κάποτε ήμουν εγώ) ·έτω σαμπώς τζαί μαζί με τον μιτσή μας φέτος είμαι τζαί γω τζι κάτω, να γυρέφκω σημασία τζαι ζεστασιά πας την κρυάδα του πατώματος, με ένα κρυφό χαμόγελο που κάτω που το σσειλούι μου.


Τζαι ενώ τούτο φαίνεται μου πως εγίνετουν που πάντα, ότι πολλά φυσικά, που την αιωνιότητα, εμαζέφκούμασταν ούλλοι στη γιαγιά μου, η κ.Ντίνα τζαί ο κύριος Νίκος, η Καίτη, η Μαίρη, η Φρόσω,ο Λάκης, ο Παναής, ο βούρκαρος ο παππούς μου, τζαί πως τούτο εν να γίνεται για πάντα, υπάρχουν νέες ενδείξεις πως σιγά σιγά ούλλα αλλάσσουν τζαι ότι ο κύκλος εν να κάμει το γύρο του με νέες φάτσες γυρώ που το τραπέζι που είμαστεν εμείς τωρά, που αγάπησα τόσο, με άλλη χρυσοσσιέρα πας τες κατσαρόλλες, με άλλου τη σούβλα να παινέφκεται τζαί όι του παππού μου. Με άλλα μωρά κάτω που το τραπέζι που εν τα ξέρω τζαί για άλλα ονόματα να σσιονόννουσην κρασί χαμέ «για τζίνους που εννεν μαζί μας», μπορεί για τα δικά μας.


Μες τούντο πνεύμα επαρακάλεσα το χρόνο να ξαπολύσει το σσοινί για λλίο τζαί να κάμει ότι εν το είδε, να γελάσουμε λλίο του τροχού τζαι να δώκουμεν αλλόνα γύρο δίχως να γραφτεί στα πραχτικά, δίχως να αφαιρεθεί που την πούγκα μας που στενέφκει. Ξέρω ότι εν ακούει όμως. Εννεν αίμα που τρέσσιει μες τες φλέβες του μα λεπτά που περνούν τζαι εν κοιτάζουν τα συντρίμμια-τους αθρώπους που μεινίσκουν να κλαίν για ότι έφye Παρασέρνουν μας στον αδιέξοδο το δρόμο που τζίνον μόνο ξέρουν.


Τζαί μπορεί εν τέλει τούτο να εν το Πάσχα. Η υπέρτατη πίστη στο ότι ο δρόμος που είμαστε εννεν μονόδρομος, πως η κουζίνα εν θα αλλάξει –η Φρόσω τζαί ο Νίκος τζαί ο Λάκης εν να εν τζιαμέ τζιας φορτώνουνται με πιο πολλά χρόνια από όσα τους αξίζουν, από όσα μπορούν να αντέξουν, πως η σούβλα εν να εν καλή τζιας γεμώνει αλτσχάιμερ σιγά σιγά, πως το μωρό κάτω που το τραπέζι εν να μείνει παντα το ίδιο, πως η θυσία, η αιώνια αγάπη υπάρχουν τζαι πως ο τροχός γελιέται τζαί ο θάνατος μπορεί να νικηθεί –ναι.

Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Ο βασιλιάς του '76

Το απόγευμα ήρτε μες το νού μου μια εικόνα που παλιά, ένα μικρό κάδρο με μια κινέζικη ζωγραφιά πάνω, με ένα πελεκάνο τζαί ένα σπίτι-παγόδα πάνω σε ένα ποταμό με λωτούς. Μιλώντας μετά με τη μάνα μου ερώτησα την αν έσσιει υπόψη της για τί πράμα μιλώ. Είπε μου πως θυμάται το τζαί πως φιλάει το ακόμα κάπου μες την αποθήκη. Άρκεψε μετά που τούτο να μου λαλεί για την αγάπη που είσσιε μιτσιά για οτιδήποτε κινέζικο, που τον τζαιρό που εθκέβασε που ήταν ροκόλα, τα μικρά κινεζάκια, ή τα χίλια μικρά κινεζάκια ή κάτι έτσι. Έξερα τα τούτα γιατί εξαναίπε μου τα, αλλά εν είπα τίποτε γιατί σπάνια ακούω τη μάνα μου να μιλά για την παιδική της ηλικία.


Είπε μου πως εν θα ξεχάσει ποτέ που ο παπάς της –υποβλητικός άθρωπος ο παππούς, ένα πράμα που έμαθα που τζίνον εν πως το μουστάτζι τζαί η τιμή του αθρώπου εν πρέπει να στραβώνει, 2 μέτρα, ακόμα τζαί τωρά στα 68 του, με μάθθκια μαύρα, τα άσιλα κυπριακά, που είδαν γέρους να φορούν βράτζιες τζαί κοράσες να πιέννουν στη βρύση- αν τζαί γονιός αυστηρός που εν του αρέσκαν τα πολλά πολλά, αγκαλιές τζαί γλυκόλοα (άιστον τωρά), όταν εκατάλαβε την πόρωση της κόρης του με τους Κινέζους –σε ένα τζιαιρό που κινέζος εν επάτησε πόι ποττέ στην Κύπρο- επίε τζαί εγόρασε της μια μάσκα κινέζου για να βάλει στη γιορτή την καρναβαλίστικη του σχολείου. Τζαί είπε μου για τη χαρά που έκαμε γιατί πού να δουν οι άλλοι οι μαθητές, τζίντης τάξης, του ’76, μάσκα. Ούλλους εβάφαν τους οι μανάες τους, εβάλλαν τους καμιά βράκα του παππού, κανένα κολιέ τζαί εστέλλαν τους σχολείο. Αλλά όι η μάνα μου τζίνη τη χρονιά. Έβαλε μια ρόπα της γιαγιά μου, κλάτσες χοντρές άσπρες με σάνταλα, τζαι επίε να κάμει την Κινέζα.


Είπε μου πως τζίντα χρόνια, μετά τον πόλεμο, άρκεφκεν τζαί ανέβαινε το επίπεδο της ζωής, αλλά όι για ούλλες τες οικογένειες. Είσσιεν ένα μιτσήν, εστείλαν τον έτσι. Ήταν που τες πιο φτωσσιές οικογένειες τζαί εν είχαν την ευχαίρια να του κάμουν το χαττήρι. Επίε μες το σχολείο άβαφτος, με τα ρούχα που εφορούσε κάθε μέρα, με τα μούτρα ως το πάτωμα, μούγια μες το γάλα που βαμμένα μωρά, ούλλα τζαί μια άλλη ταυτότητα. «Να δεις την καλοσύνη των δασκαλούων» λαλεί μου η μάνα μου, τζαί για ένα δευτερόλεπτα ένιωσα σαν την εγγλεζοκαλαμαρού που το Νησί που της λαλεί την ιστορία της Σπιναλόγγας η ταβερνιάρισσα, «επιάσαν εφημερίδα τζαί εκάμαν του κορώνα τζαί εκάμαν τον βασιλιά».


Με τούντην κουβέντα εγυαλίσαν τα μμάθκια της, επίεν πίσω μες τζίντην τάξη, του ’76, την σαν που όνειρο, την γεμάτη αθρώπους τζαί πράματα αγνά, με τον καλό βασιλιά να κάθεται στο θρόνο του τζαί να τους κοιτάζει ούλλους με ευγνωμοσύνη, τες ωραίες κυρίες, τους βρακάες μάγκες, τζαί τζίντη περήφανη, την ευτυχισμένη κινέζα.

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Νυχτερινό σκολειό

Έσσιει κάτι το να περπατάς τη νύχτα μες το δρόμο. Ειδικά μιας ξένης χώρας, όταν το δώδεκα της ώρας σε έναν άλλο κόσμο εν να εσήμαινε καλή παρέα τζαί μετά Ζορπά για λουκανικόπιττα τζαι το ροχαλητό του σσίλου έξω που την πόρτα, τζαί όι ότι ακόμα μια μέρα ετέλειωσε πας τούντον εξωγήινο κόσμο.


Η νύχτα, κάτι έσσιει. Έβρεξε, τζαι το πορτοκαλί που τα ηλεχτρικά φώτα έκαμνε το δρόμο τζαί έλαμπε σαν μελίσσι. Τζαί εγώ σαν τον Φρεντ Αστερ επερπατούσα πάνω του, σε έναν άλλο κόσμο εν να εχόρεφκα κλακέτες τζαί εν να έπαιζε μουσική που πίσω.


Τζαί οι ήχοι. Όπως τζαι να το κάμεις, ακούουνται άλλωσπως τη νύχτα. Η μικροκαμωμένη ινδή με τα τακκούνια, τακ τακ τακ τακ, εδιούσε το ρυθμό σε ότι υπήρχε. Τζαί εκατάλαβα πως αρέσκει μου ο ήχος τζίνος. Σε έναν άλλο κόσμο εν να ήταν η υπόσχεση μιας ωραίας νύχτας τζαι τα τακκούνια εν να εκάμναν τον ίδιο περήφανο θόρυβο πας τα πλακάκια κάτι πέτρινων γειτονιών στη Φανερωμένη. Μιας νύχτας παρέα με μια γυναίκα που κουβαλά μυστήριο μέσα της, σε ένα κόσμο που το μυστήριο εν εφκήκε σε πληστηριασμό στο ίμπει ακόμα.


Η νύχτα μαθαίνει σου τζιόλας πράματα. Οι θκιό Γάλλοι που με ενευριάζαν μες τη βιβλιοθήκη με τα πσου πσου πσού τους, μες τη νύχτα εν θκιο φιγούρες χωρίς πρόσωπο, που κρατούν σσιέρκα, τζαί λάμπουν για ένα δευτερόλεπτο μες το πορτοκαλί φως πριν χαθούν˙ σαν σε ένα κόσμο που η ζωή εν νουάρ ταινία, στιλιζαρισμένη, στωική, φορτωμένη συναίσθημα.


Η νύχτα θυμίζει σου, τζαι υπενθυμίζει σου, το ρητό: εγνώρισα τον άθρωπο τζαί αγάπησα τα ζώα. Γιατί ο σσίλλος που εψηλοχάθηκε (ακούεται που μακρυά η φωνή του μάστρου του-γελά) δείχνει σου τόσην αγάπη με τζίντα αθρώπινα τα μμάθκια που για μια στιγμή χάνεις τα. Αθρώπος εν είδε άθρωπο σε κανένα κόσμο, τζαί σε καμιάν εποχή, σαν είδεν ο σσίλλος τον άθρωπο.


Τζαί εν η νύχτα που όπως το σμιλί, πιάνει κλωστή κλωστή τες σκέψεις σου τζαί βάλλει τες σειρά –για πρώτη φορά μέσα σε εφτομάδες- τζαί κάμνει σε να εστιάσεις στα μικρά μικρά, για να δεις τη μεγάλη εικόνα. Τζαί τζίνα που σε βασανίζουν άδικα, απλά φέφκουν, σκόνη που πάνω σου, τζαι τζίνα που αμέλησες έρκουνται τζαί κάθουνται, πουλλούθκια με φτερά ελαφρυά. Τζαι εμένα πόψε έμεινε μου ο τζίνος, ο καθηγητής της Σαξωνικής Αγγλίας, ο ψηλός, ο προβληματισμένος, με το βλέμμα το ΄Σιδηρόπουλος-στον-Απροσάρμοστο’. Τζίνος που εν σαν τη σκιά που μακρυά, παστόρεγγα τζαι που φορεί μιαν κλάτσα κότσινι τζαί μια πράσινι. Τζίνος όμως που άμαν τον δεις που κοντά φαίνεται Σάξωνας αρχηγός, με τζίντα μμάθκια τα περήφανα που εν διούν πολλά. Τζίνος που άμαν δεις που ακόμα πιο κοντά άμαν σηκώσει το σσιέρι του φαίνουνται τα σημάθκια που εκόφκετουν, σιωπηλές ραγάδες πόνου τζαί ενθύμιο, τζαι απόδειξη μιας ακριβά κερδισμένης νίκης.


Τζαί η νύχτα μαθαίνει μου ότι αν εδιδάχτηκα κάτι που τον άθρωπο τζίνο, εν πως τζαί οι αρχηγοί πονούν, αλλά σε έναν κόσμο που οι Σάξωνες αρχηγοί επεθάναν, μεινίσκουν πίσω οι πληγές τους για να μας διδάσκουν να έχουμε μμάθκια περήφανα, που εν διούν πολλά.