Τζιαμέ που περιμένεις το μάννα, έρκεται το κλάμα, τζιαι τζιαμέ που προετοιμάζεσαι για κλάμα, έρκεται το μάννα. Το μόνο που μεινίσκει τελικά εν να ζεις τζιαι να γελάς. Τζιαί το κλάμα του Θεού ένι.















































Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Ποίοι διάττοντες αστέρες?




Άκουα μιαν συνέντευξη της Γαλάνη στο ραδιόφωνο, όταν μιαν φάση είπε πως οι αθρώποι πολλές φορές λέμε πράματα που εν ισχύουν, αλλά επειδη εν σκεφτούμαστε τζαι αναπαράγουμεν τα, καταλήγουν να θεωρούνται αλήθκεια



Όταν η συνέντευξη ετέλειωσε, έκατσα να σκεφτώ μερικά πράματα τούτου του είδους. Υπάρχουν πολλά, αλλά ένα τέτοιο πράμα που έμεινε στο νου μου. Το όταν μιλούμε για τζίντους τραουδιστές ή ηθοποιούς που κάμνουν μιαν επιτυχία, άτε θκιο τζαι μετά χάννουνται, τζαι ονομάζουμεν τους διάττοντες αστέρες.



Τί τεράστια αδικία, μα το θεό, για τα αστέρια!



Επειδή τα αστέρια εν ππέφτουν, ούτε σβήνουν. Τα αστέρια, φλέγουνται. Μες το μαύρο πανόραμα, μια μπάλα φωτός που μες το κύκνειο άσμα της χάνεται. Τζαι μετά που τούτο το συμβάν, ο κόσμος εν πιο φτωχός. Τζαι λλίο πονώ με τη σκέψη ότι το φως χάνεται. Ότι κάτι που εν εγνώρισα ποττέ, κάτι που μόνο εφαντάστηκα, όι καν τζίνο, την ιδέα του, επέθανε.



Τούτη την αδικία ένιωσα την πριν λλίες μέρες πολλά έντονα. Μετά που ένα πρόσφατο ταξίδι, εξεκίνησα να θκεβάζω την βιογραφία ενός Βρεττανού, που επισκέφτηκε την Κρήτη, επολέμησε, επέθανε τζαί εθάφτηκε τζιαμέ στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, μετά που έκαμε για χρόνια –σοβαρές- αρχαιολογικές ανασκαφές. Με το όνομα του, Τζον Πεντελμπιούρι, να αναφέρεται ακόμα τζαι σήμερα με μια γλυτζιά νοσταλγία σε κάτι χωρκά απόμερα της Κρήτης, που πρώτος τζίνος, ο Βρεττανός, ο 20χρονος, με το γυάλινο μάτι, επάτησε. Είσσιεν μάθει σχεδόν ούλλες τις τοπικές διαλέχτους, εξεκινούσε τη μέρα του με ένα ποτήρι τσικουδιά τζαί έβαλλε κάτω τον οποιοδήποτε Κρητικό στες μαντινάδες.




Να’ μουν που μια γωνιά να άκουα τες λέξεις να φκένουν που το στόμα του. Να ακούσω τί είσσιε μέσα η ψυσσιή τζίντου αθρώπου, τη μορφή επιάναν οι πόνοι του, κρυμμένοι πίσω που τη μουσική τζαί το ποτό τζαί το γλέντι τζαί το πάθος, το πραγματικό πάθος που στάζει αίμα, που χτυπά με παλμό, για την ιστορία.



Τζαι τί δεν έκαμε ο άθρωπος τζίνος. Η προσφορά του στην Κρητική ιστορία, τεράστια. Με ένα ειρωνικό τρόπο, με τον θάνατο του στον πόλεμο τζιαμέ, έγινε μέρος της ιστορίας που ο ίδιος έκαμε τόσα πολλά για να ανακαλυφτεί. Ελαλούσε πράματα που κανένας εν είσσιε το θάρρος να πει. Τα γράμματα του στον παπά του, ακόμα τζαί σήμερα, που τα είδαμε τζαι ακούσαμε ούλλα, σοκκάρουν με την ειλικρίνεια τους. Περιγράφει τους αθρώπους με ένα τόσο αποστασιοποιημένο τρόπο, κάποτε σχεδόν σκληρό, αλλά την ίδια ώρα με μια βαθιά κατανόηση που προδώνει τον κόπο που έβαλε για να τους ερμηνεύσει, να τους καταλάβει. Σαν να έγραφε για κάποιον άθρωπο ο ίδιος ο θεός, κατά κάποιον τρόπο.



Στα 36 του, με ούλλη τη ζωή να απλώνεται –ένδοξα, αν αναλογιστούμε την τεράστια του επιτυχία σαν αρχαιολόγος- μπροστά του, μέσα σε μια στιγμή που σίουρα ούλλα πρέπει να του εφανίκαν για πρώτη φορά ξεκάθαρα, επήδησε που το αυτοκίνητο που επέβαινε με διάφορους Κρητικούς αγωνιστές, ενώ εκατατρέχαν τους Γερμανοί στρατιώτες, τζαί άρκεψε να πυροβολά. Τζαι επέξαν τον.



Αλλά, μια σφαίρα εν σκοτώνει έτσι εύκολα ένα άθρωπο της πάστας του. Έζησε. Την άλλη μέρα, με τις γάζες, εστήσαν τον στο εκτελεστικό απόσπασμα, τζαί δίχως να ξέρουν ποιον εσκοτώναν, οι Γερμανοί επυροβολήσαν στον κεφάλι τζαί στο στήθος. Όταν έππεσε, σίουρα η γη ετραντάχτηκε. Σίουρα κάπου, μακριά, ένα μωρό εσταμάτησε ότι έκαμνε τζαι εδάκρυσε. Σίουρα τα πουλιά εχάσαν τη φωνή τους . Όι για μια στιγμή, για πάντα.


Γιατί τζίντην μέρα, το πιο αψεγάδιαστο παράδειγμα που μπορεί να δείξει η αθρώπινη φυλή, επέθανε.


Γιατί, τζίντην μέρα ένα αστέρι εσβήστηκε. Αν κάποιος πενθεί τζαί εν ξέρει γιατί, λαλώ του το εγώ: εν για τζίνον, τζαί για άλλους σαν τζίνο. Εν ήταν ήρωας. Ένας απλός άθρωπος ήταν. Ένα αστέρι όπως τα πολλά άλλα γυρώ του. Αλλά τζίνος αποφάσισε να δώκει τέλος σε όσους λαλούν ότι τα αστέρια ππέφτουν, τζαι να αποδείξει με τον πιο φωτινό τρόπο, ότι τα αστέρια κρούζουν, εκρύγνηνται μες τη νύχτα δίχως εξήγηση, δίχως μετάνοια, τζαί στην ησυχία που επικρατεί, τζαι στη σκοτεινιασούρα που ππέφτει, ο κόσμος, χωρίς να το ξέρει, μετρά πλέον μια νέα, μεγάλη, αθεράπευτη πληγή.



Για κάτι που εν εγνώρισε ποττέ, κάτι που μόνο εφαντάστηκε, όι καν τζίνο, την ιδέα του.