Τζιαμέ που περιμένεις το μάννα, έρκεται το κλάμα, τζιαι τζιαμέ που προετοιμάζεσαι για κλάμα, έρκεται το μάννα. Το μόνο που μεινίσκει τελικά εν να ζεις τζιαι να γελάς. Τζιαί το κλάμα του Θεού ένι.















































Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Καταπληκτικά

«Καταπληκτικό! Δεν αισθάνομαι τίποτα». Είπε η κοπέλα της διαφήμισης.


«Νιώθω σε», εσκέφτηκα εγώ. Ήταν μια που τζίνες τις στιγμές που η ζωή αντιγράφει την τηλεόραση. Αθρώποι πιόνια σε μια ζωή 5 εκατοστών σε πάχος, όσο η οθόνη της LCD. Αντιγράφουν μας αλλά ταυτόχρονα διδάσκουν μας πώς να ζούμε με κάτασπρα σεντόνια, με τυρί με χαμηλά λιπαρά τζαί με βούτυρο χωρίς χοληστερόλη.


Θωρούν μας να τους θωρούμε να μας θωρούν να τους θωρούμε να μας θωρούν τζαί στο τέλος εν ξέρουμε ποιος παρακολουθά ποιον. Ποιού η ευτυχία εν στημένη? Ποιος ζει θκεβάζοντας υπότιτλους? Ποιος γελά τζαί ποιος κάμνει ότι γελά?



Στες μέρες μας η απόσταση μεταξύ διαφήμισης τζαί πραγματικότητας μιτσιανίσκει επικίνδυνα. Μπορεί να εν τζαί καλλύτερα έτσι. Να ζεις σε έναν κόσμο που η σωστή οδοντόκρεμα μπορεί να σου χαρίσει την ευτυχία. Που όποια έσσιει τον Άντρο άντρα τζαί πάει Ορφανίδη, μπορεί να διατηρεί χαμόγελο κονσέρβα, φκαρμένο που τους μαγνήτες της Κόκα κόλας του 1960. Γιατί τουλάχιστον άμαν έρτει μια που τζίντες μέρες που ξυπνάς τζαί η ζωή σου φαίνεται κακοζωγραφισμένη καρικατούρα τζαί λαλείς «Εν αισθάνουμαι τίποτε», εν να ξέρεις ότι εν κάτι καταπληκτικό, αν τζαί εν θα ξέρεις γιατί –μάλλον κάπου το άκουσες.



Το ευτύχημα με το να μεινίσκει κάποιος στην Παλιά Πόλη, εν τζίνη η περίεργη μίξη αθρώπων διάφορων (όι τόσο σε χρώμα-γλώσσα-θρησκεία, αλλά σε παρελθόν-παρόν-μέλλον). Δεκάδες ξεχωριστές ιστορίες σε λλία μέτρα απόστασης. Μια κοτζακαρουά που σσιερετώ μπορεί να σκέφτεται τη γρούτα της μάνας της. Η Σριλανκέζα που την προσέχει, τζαί στέκεται πάντα τζιαμέ στο πρώτο όροφο του χαμόσπιτου του σσίλια εννιακόσια τριαντακάτι μετά που το μπάνιο με μια πετσέτα τυλιμένη που τη μέση τζαί κάτω, μπορεί να νιώθει σαν το άσπρο γιασεμί σσίλιες τζαί μια νύχτες πριν, όταν ήταν στη χώρα της, που εν ούλλα πάντα ανθισμένα. Οι Ινδοί που κάμνουν πάρτι γενεθλίων στον τρίτο του διπλανού τζαί τραουδούν: «Hapi Berdei Do Yοu», σαμπώς τζαι ρωτούν «Do you? Do you?». Ο Σλάβος που στέκεται στο παράθυρο δίχως φανέλα γυρισμένος πλάτη εν σαν που όνειρο του Καβάφη σε μια που τζίντες νύχτες που εμετρούσε τα λεπτά να φέφκουν τζαί αντί λεπτά, ετζοιλούσαν τα χρόνια που τα δάχτυλα του.


Η ζωή μες σε έτσι ιστορίες εν γνήσια, δίχως σενάρια καταναλωτικής φαντασίας τζαι χωρίς την κορεσμένη μας πείνα. Ούλλοι υπάρχουν τζαί ούλλα λειτουργούν που μιαν έξαλλη, έμφυτη ανάγκη για επιβίωση. Στον σκληρό κόσμο των παλιών γειτονιών, που ζούν κάτι εξωγήινες γιαγιάδες μια άλλης εποχής τζαί κάτι βιοπαλαιστές που κάμνουν την ζωή τέχνη, εν υπάρχει η ευχέρεια να ταΐζει κανένας τες άγριες φαντασιώσεις του. Η ζωή σχεδόν φαντάζει με ιστορία του Ντοστογιέφσκι. Ούλλα εν ρεαλιστικά, ίσως υπερβολικά ρεαλιστικά. Εν υπάρχει το περιθώριο του ονείρου, χρόνος να πλάσεις έναν παράλληλο σύμπαν για να ταΐσεις τες μικρές σου φοβίες. Μα με λλίη σκέψη, τούντες φιβίες φαίνεται ποιος μα τες πλασάρει. Σκέφτου λλίο τες πιο επιφανειακές: εν άσπρα τα δόντια μου? Εν καλό το άρωμα μου? Πίνω πράσινο τσάι οξά σπατζιά? Εν να ξοβάψουν τα ρούχα? Τελικά το acai εν αντιοξειδωτικό? Ψιλή ευκρίνεια σημαίνει η τηλεόραση εν πιο καθαρή?


Ναι. Πιο καθαρή για να θωρείς όσα εν να αγοράσεις αλλά εν χρειάζεσαι πραγματικά, όσα εν να σε φαν σιγά σιγά όπως ο σκόρος. Ναι. Εν να θωρείς πιο καθαρά, όπως ο λύκος είσσιεν πιο μεγάλα μμάθκια για να θωρεί την Κοκκινοσκουφίτσα (το αχαλίνωτο πλάσμα που θα μπορούσαμε να είμαστε) καλύτερα.