Τζιαμέ που περιμένεις το μάννα, έρκεται το κλάμα, τζιαι τζιαμέ που προετοιμάζεσαι για κλάμα, έρκεται το μάννα. Το μόνο που μεινίσκει τελικά εν να ζεις τζιαι να γελάς. Τζιαί το κλάμα του Θεού ένι.















































Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Σαν ποίημα του Καββαδία

Μεσημέρι. Μες το αυτοκίνητο, κολλημένος στη κίνηση τζαι κάτω που τον ήλιο. Δίπλα μου ένα μπλε λεωφορείο, με τες κουρτίνες τραβημένες. Τζίνον που κρούζει, που εν τον κόφτει αν φορείς τα καλά σου τζαί εν να δρώσεις. Απλά καλεί σε στο παιχνίδι του, το καυτό του παιχνίδι, όπως ένα μωρό πιέζει σε να παίξεις ακόμα τζαί όταν εσύ δείχνεις –τζαι είσαι- κουρασμένος.


Ούλλες οι κουρτίνες εχτός που μια. Εχτός που τζίνη με την κορούα τη μαυρομάλλα με τα λυπημένα μμάθκια. Τζίνη που εν τη ένοχλούσε ο ήλιος, η ζεστή του παράκληση για παιχνίδι, για λλίη σημασία. Η κορούα που αψήφησε ό,τι έκαμε τους άλλους να κρυφτούν πίσω που τραβημένες κουρτίνες. Έθελε να θωρεί έξω. Τον κόσμο όπως ένι. Θηρείο που παράγει ενέργεια. Που σε καλεί στο καυτό του παιχνίδι, σαν τον ήλιο, δίχως όρεξη.



Μεσημέρι. Οδηγούσα τζαί δίπλα μου ήταν η κορούα. Η μια. Η μια. Που ετόλμησε.


Τι τόλμη μπορεί να ρωτάς? Να θωρεί έξω που το παραθύρι?


Έννεν η πράξη, απαντώ. Εν ο συμβολισμός της πράξης. Όπως ας πούμε ο συμβολισμός που κρύφκεται πίσω που την λέξη νοιάζομαι ή σκέφτομαι. Εν το ότι ήταν η μόνη. Η μια, η μια. Εν το ότι εκοίταζε έξω, το θηρίο, με μμάθκια λυπημένα. Με μμάθκια που θέλω να έχω άμαν κοιτάζω τη δύση το ήλιου, με μμάθκια που θέλω να έχω όταν γεράσω τζαί θωρώ τη δύση του ήλιου. Την τελευταία δύση του ήλιου. Εν το ότι είσσιεν τόσο δρόμο μπροστά της. Όι με το λεωφορείο. Εν το ότι έμεινε δίπλα μου για λλίο, όπως τόσοι πολλοί. Εν τζίντο συναίσθημα ότι έκλεψα της κάτι. Μια στιγμή που ήταν ο εαυτός της. Το άτομο που θωρεί το ταβάνι όταν ακούει ραδιόφωνο. Εν το ότι εν έξερα το όνομα της. Ότι μπορεί να ήταν Μαρία, ή Χριστίνα ή μπορεί να προτιμά το Κρίστη ή το Χρύση. Σαν ποίημα του Καββαδία. Μπορεί Στέλλα, μπορεί Σύλβια, μπορεί Μαρίνα -σε ένα άλλο λιμάνι, πατώντας μιαν άλλη γη.



Έννεν η πράξη. Εν το ότι ήταν η μία. Η μόνη. Η μια. Η μόνη. Στον ήλιο, δίπλα μου. Βλέποντας το θηρίο. Οι θκιό μας σαν ένα. Αλλά κυρίως το ότι ήταν μόνη της. Μόνη σε τζίντην επικίνδυνη περιοχή ανάμεσα στο μαύρο τζαί στο άσπρο. Εν ο συμβολισμός. Όπως άμαν είσαι κουρασμένος τζαί ένα μωρό τραβά σε στο παιχνίδι του, τζαί συ υποκύπτεις. Έννεν η πράξη, το ότι υποκύπτεις. Αλλά το ότι εν μόνο ένα μωρό, το μόνο, το ένα. Τζαί το ότι εν ένα παιχνίδι, μόνο ένα παιχνίδι. Όπως το να κοιτάζεις έξω που το παράθυρο άμαν οδηγάς τζαι να διάς σε αγνώστους ονόματα.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Αθρωποπούλλια

“Είδες το αθρωποπούλλι?” ερώτησε με ξαφνικά ο παππούς μου. Ήταν πριν θκιό χρόνια αλόπως, μπορεί τζαι τρία, τζαι ήμασταν στο Πάρκο της Αθαλάσσας. “Ποιό?” είπα εγώ τζαί με το νού μου έπλαθα εικόνες των Στυμφαλοίδων Όρνιθων, να μας παρακολουθούν μες τες θημωνιές, με ανάσα που αχνίζει τζαί με πείνα για αθρώπινο κρέας. Πουλιά με μένος, για τον κόσμο που εν τες καταλάβει, που τες οστράκισε να ζουν αγρίμια μια ζωή δίχως αγάπη, γεμάτη φόβο. Έβαλλα εικόνες μες το νού μου για το πώς εσαλέψαν μετά που λλία χρόνια διωγμού. Μη μπορώντας να ζήσουν σαν αθρώποι, μήτε σαν πουλιά, εζούσαν σαν τέρατα, διχασμένα θερκά, τραγικές μαινάδες. Τζαι σε έναν κόσμο που εν κατανοεί, φυσικά εν να θέλαν μόνο εκδίκηση. Εφαντάστηκα την υπομονή τους να εκρήγνυται μες τη νύχτα σε σσίλια μικρά θρύψαλλα, ενώ επιτίθενται σε ανυποψίαστους αθρώπους –καλή ώρα-, το ίδιο ένοχοι για την απραξία τους με τους πραγματικούς φταίχτες.




Πάντως εν μας επιτεθήκαν. Κατ’ ακρίβεια, εν έτυχε να τα δω τζίντην ημέρα, ούτε κάποια που τες επόμενες φορές. Ακόμα τζαί έτσι η φαντασία μου εσυνέχισε να οργιάζει τζαι εικόνες της αρχαίας μυθολογίας –μένος, θεική τιμωρία, τερατώδεις μορφές, τζαι των μεγαλύτερων μου αθρώπινων φόβων –οστρακισμός, μοναξιά, εκδίκηση, εσμίξαν τζαι εκατακλύσαν με. Πολλά σύντομα έμαθα πως πρόκειται απλά για πουλιά που φέρουν μια διακριτική ομοιότητα με άθρωπο στον πρόσωπο. Νομίζω όμως πως εν να παραμείνω πιστός στην φαντασία μου, ακόλουθος τζίντης παράδοσης των παλιών να περικλείουν τους φόβους τους τζαί όσα αδυνατούν να καταλάβουν –τη διαφορετικότητα, τη ζήλια, το αντίποινο- σε πράματα υπαρκτά, χειρόπιαστα, όπως ένα πουλί που μοιάζει με άθρωπο.




Γιατί, κατά μιαν έννοια, νιώθω ότι οι φοβίες μας εν αρκετά κοινές με τους αθρώπους τζίντης άλλης εποχής. Η διαφορά εν ότι τότε είχαν το κουράγιο να δώκουν σάρκα τζαι οστά στους φόβους τους, ενώ στες μέρες μας απλά προτιμούμε να παραβλέπουμε την ύπαρξη τους τζαί ας τους νιώθουμε να μας κοιτάζουν που τες θημωνιές. Έσσιει κάτι να πει για μας τούτο νομίζω. Εξάλλου η κατανόηση του κόσμου που έχουμε, η ιδέα μας του τι είμαστε μέσα στο σύμπαν, κρύφκεται πάνω που ούλλα στο τι φοούμαστε, στες μικρές τζαι μεγάλες ανασφάλειες μας.




Λλίο ανησυχεί με που εφοούμουν να κοιτάξω τα αθρωποπούλια (γιατί νομίζω εν τούτο που εν τέλει εμπόδιζε με να τα δω έστω μια φορά). Ανησυχεί με επειδή τωρά καταλάβω πως τα αθρωποπούλια εν η σωματοποιημένη μας ελπίδα στον άθρωπο. Η ελπίδα πως τούντο τόσο παράξενο ον, που εν γεμάτο φόβο για το αν ανήκει, για το ποιος εν ο ρόλος του, για τους λόγους που ώρες-ώρες νιώθει σαν τραγικό, διχασμένο θερκό, γεμάτο μοναξιά, εν να καταφέρει κάποτε, διακριτικά μες τη ζωή του, να μεγαλώσει φτερά, έστω τζαι αν δεν θα τα καταφέρει τέλεια. Έστω τζαι αν αντί για πουλλί, καταφέρει να γίνει κάτι μεταξύ αθρώπου τζαι πουλιού, έναν, ας πούμε, αθρωποπούλλι.