Τζιαμέ που περιμένεις το μάννα, έρκεται το κλάμα, τζιαι τζιαμέ που προετοιμάζεσαι για κλάμα, έρκεται το μάννα. Το μόνο που μεινίσκει τελικά εν να ζεις τζιαι να γελάς. Τζιαί το κλάμα του Θεού ένι.















































Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Ποίοι διάττοντες αστέρες?




Άκουα μιαν συνέντευξη της Γαλάνη στο ραδιόφωνο, όταν μιαν φάση είπε πως οι αθρώποι πολλές φορές λέμε πράματα που εν ισχύουν, αλλά επειδη εν σκεφτούμαστε τζαι αναπαράγουμεν τα, καταλήγουν να θεωρούνται αλήθκεια



Όταν η συνέντευξη ετέλειωσε, έκατσα να σκεφτώ μερικά πράματα τούτου του είδους. Υπάρχουν πολλά, αλλά ένα τέτοιο πράμα που έμεινε στο νου μου. Το όταν μιλούμε για τζίντους τραουδιστές ή ηθοποιούς που κάμνουν μιαν επιτυχία, άτε θκιο τζαι μετά χάννουνται, τζαι ονομάζουμεν τους διάττοντες αστέρες.



Τί τεράστια αδικία, μα το θεό, για τα αστέρια!



Επειδή τα αστέρια εν ππέφτουν, ούτε σβήνουν. Τα αστέρια, φλέγουνται. Μες το μαύρο πανόραμα, μια μπάλα φωτός που μες το κύκνειο άσμα της χάνεται. Τζαι μετά που τούτο το συμβάν, ο κόσμος εν πιο φτωχός. Τζαι λλίο πονώ με τη σκέψη ότι το φως χάνεται. Ότι κάτι που εν εγνώρισα ποττέ, κάτι που μόνο εφαντάστηκα, όι καν τζίνο, την ιδέα του, επέθανε.



Τούτη την αδικία ένιωσα την πριν λλίες μέρες πολλά έντονα. Μετά που ένα πρόσφατο ταξίδι, εξεκίνησα να θκεβάζω την βιογραφία ενός Βρεττανού, που επισκέφτηκε την Κρήτη, επολέμησε, επέθανε τζαί εθάφτηκε τζιαμέ στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, μετά που έκαμε για χρόνια –σοβαρές- αρχαιολογικές ανασκαφές. Με το όνομα του, Τζον Πεντελμπιούρι, να αναφέρεται ακόμα τζαι σήμερα με μια γλυτζιά νοσταλγία σε κάτι χωρκά απόμερα της Κρήτης, που πρώτος τζίνος, ο Βρεττανός, ο 20χρονος, με το γυάλινο μάτι, επάτησε. Είσσιεν μάθει σχεδόν ούλλες τις τοπικές διαλέχτους, εξεκινούσε τη μέρα του με ένα ποτήρι τσικουδιά τζαί έβαλλε κάτω τον οποιοδήποτε Κρητικό στες μαντινάδες.




Να’ μουν που μια γωνιά να άκουα τες λέξεις να φκένουν που το στόμα του. Να ακούσω τί είσσιε μέσα η ψυσσιή τζίντου αθρώπου, τη μορφή επιάναν οι πόνοι του, κρυμμένοι πίσω που τη μουσική τζαί το ποτό τζαί το γλέντι τζαί το πάθος, το πραγματικό πάθος που στάζει αίμα, που χτυπά με παλμό, για την ιστορία.



Τζαι τί δεν έκαμε ο άθρωπος τζίνος. Η προσφορά του στην Κρητική ιστορία, τεράστια. Με ένα ειρωνικό τρόπο, με τον θάνατο του στον πόλεμο τζιαμέ, έγινε μέρος της ιστορίας που ο ίδιος έκαμε τόσα πολλά για να ανακαλυφτεί. Ελαλούσε πράματα που κανένας εν είσσιε το θάρρος να πει. Τα γράμματα του στον παπά του, ακόμα τζαί σήμερα, που τα είδαμε τζαι ακούσαμε ούλλα, σοκκάρουν με την ειλικρίνεια τους. Περιγράφει τους αθρώπους με ένα τόσο αποστασιοποιημένο τρόπο, κάποτε σχεδόν σκληρό, αλλά την ίδια ώρα με μια βαθιά κατανόηση που προδώνει τον κόπο που έβαλε για να τους ερμηνεύσει, να τους καταλάβει. Σαν να έγραφε για κάποιον άθρωπο ο ίδιος ο θεός, κατά κάποιον τρόπο.



Στα 36 του, με ούλλη τη ζωή να απλώνεται –ένδοξα, αν αναλογιστούμε την τεράστια του επιτυχία σαν αρχαιολόγος- μπροστά του, μέσα σε μια στιγμή που σίουρα ούλλα πρέπει να του εφανίκαν για πρώτη φορά ξεκάθαρα, επήδησε που το αυτοκίνητο που επέβαινε με διάφορους Κρητικούς αγωνιστές, ενώ εκατατρέχαν τους Γερμανοί στρατιώτες, τζαί άρκεψε να πυροβολά. Τζαι επέξαν τον.



Αλλά, μια σφαίρα εν σκοτώνει έτσι εύκολα ένα άθρωπο της πάστας του. Έζησε. Την άλλη μέρα, με τις γάζες, εστήσαν τον στο εκτελεστικό απόσπασμα, τζαί δίχως να ξέρουν ποιον εσκοτώναν, οι Γερμανοί επυροβολήσαν στον κεφάλι τζαί στο στήθος. Όταν έππεσε, σίουρα η γη ετραντάχτηκε. Σίουρα κάπου, μακριά, ένα μωρό εσταμάτησε ότι έκαμνε τζαι εδάκρυσε. Σίουρα τα πουλιά εχάσαν τη φωνή τους . Όι για μια στιγμή, για πάντα.


Γιατί τζίντην μέρα, το πιο αψεγάδιαστο παράδειγμα που μπορεί να δείξει η αθρώπινη φυλή, επέθανε.


Γιατί, τζίντην μέρα ένα αστέρι εσβήστηκε. Αν κάποιος πενθεί τζαί εν ξέρει γιατί, λαλώ του το εγώ: εν για τζίνον, τζαί για άλλους σαν τζίνο. Εν ήταν ήρωας. Ένας απλός άθρωπος ήταν. Ένα αστέρι όπως τα πολλά άλλα γυρώ του. Αλλά τζίνος αποφάσισε να δώκει τέλος σε όσους λαλούν ότι τα αστέρια ππέφτουν, τζαι να αποδείξει με τον πιο φωτινό τρόπο, ότι τα αστέρια κρούζουν, εκρύγνηνται μες τη νύχτα δίχως εξήγηση, δίχως μετάνοια, τζαί στην ησυχία που επικρατεί, τζαι στη σκοτεινιασούρα που ππέφτει, ο κόσμος, χωρίς να το ξέρει, μετρά πλέον μια νέα, μεγάλη, αθεράπευτη πληγή.



Για κάτι που εν εγνώρισε ποττέ, κάτι που μόνο εφαντάστηκε, όι καν τζίνο, την ιδέα του.

Παρασκευή 8 Ιουλίου 2011

Σαν ποίημα του Καββαδία

Μεσημέρι. Μες το αυτοκίνητο, κολλημένος στη κίνηση τζαι κάτω που τον ήλιο. Δίπλα μου ένα μπλε λεωφορείο, με τες κουρτίνες τραβημένες. Τζίνον που κρούζει, που εν τον κόφτει αν φορείς τα καλά σου τζαί εν να δρώσεις. Απλά καλεί σε στο παιχνίδι του, το καυτό του παιχνίδι, όπως ένα μωρό πιέζει σε να παίξεις ακόμα τζαί όταν εσύ δείχνεις –τζαι είσαι- κουρασμένος.


Ούλλες οι κουρτίνες εχτός που μια. Εχτός που τζίνη με την κορούα τη μαυρομάλλα με τα λυπημένα μμάθκια. Τζίνη που εν τη ένοχλούσε ο ήλιος, η ζεστή του παράκληση για παιχνίδι, για λλίη σημασία. Η κορούα που αψήφησε ό,τι έκαμε τους άλλους να κρυφτούν πίσω που τραβημένες κουρτίνες. Έθελε να θωρεί έξω. Τον κόσμο όπως ένι. Θηρείο που παράγει ενέργεια. Που σε καλεί στο καυτό του παιχνίδι, σαν τον ήλιο, δίχως όρεξη.



Μεσημέρι. Οδηγούσα τζαί δίπλα μου ήταν η κορούα. Η μια. Η μια. Που ετόλμησε.


Τι τόλμη μπορεί να ρωτάς? Να θωρεί έξω που το παραθύρι?


Έννεν η πράξη, απαντώ. Εν ο συμβολισμός της πράξης. Όπως ας πούμε ο συμβολισμός που κρύφκεται πίσω που την λέξη νοιάζομαι ή σκέφτομαι. Εν το ότι ήταν η μόνη. Η μια, η μια. Εν το ότι εκοίταζε έξω, το θηρίο, με μμάθκια λυπημένα. Με μμάθκια που θέλω να έχω άμαν κοιτάζω τη δύση το ήλιου, με μμάθκια που θέλω να έχω όταν γεράσω τζαί θωρώ τη δύση του ήλιου. Την τελευταία δύση του ήλιου. Εν το ότι είσσιεν τόσο δρόμο μπροστά της. Όι με το λεωφορείο. Εν το ότι έμεινε δίπλα μου για λλίο, όπως τόσοι πολλοί. Εν τζίντο συναίσθημα ότι έκλεψα της κάτι. Μια στιγμή που ήταν ο εαυτός της. Το άτομο που θωρεί το ταβάνι όταν ακούει ραδιόφωνο. Εν το ότι εν έξερα το όνομα της. Ότι μπορεί να ήταν Μαρία, ή Χριστίνα ή μπορεί να προτιμά το Κρίστη ή το Χρύση. Σαν ποίημα του Καββαδία. Μπορεί Στέλλα, μπορεί Σύλβια, μπορεί Μαρίνα -σε ένα άλλο λιμάνι, πατώντας μιαν άλλη γη.



Έννεν η πράξη. Εν το ότι ήταν η μία. Η μόνη. Η μια. Η μόνη. Στον ήλιο, δίπλα μου. Βλέποντας το θηρίο. Οι θκιό μας σαν ένα. Αλλά κυρίως το ότι ήταν μόνη της. Μόνη σε τζίντην επικίνδυνη περιοχή ανάμεσα στο μαύρο τζαί στο άσπρο. Εν ο συμβολισμός. Όπως άμαν είσαι κουρασμένος τζαί ένα μωρό τραβά σε στο παιχνίδι του, τζαί συ υποκύπτεις. Έννεν η πράξη, το ότι υποκύπτεις. Αλλά το ότι εν μόνο ένα μωρό, το μόνο, το ένα. Τζαί το ότι εν ένα παιχνίδι, μόνο ένα παιχνίδι. Όπως το να κοιτάζεις έξω που το παράθυρο άμαν οδηγάς τζαι να διάς σε αγνώστους ονόματα.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Αθρωποπούλλια

“Είδες το αθρωποπούλλι?” ερώτησε με ξαφνικά ο παππούς μου. Ήταν πριν θκιό χρόνια αλόπως, μπορεί τζαι τρία, τζαι ήμασταν στο Πάρκο της Αθαλάσσας. “Ποιό?” είπα εγώ τζαί με το νού μου έπλαθα εικόνες των Στυμφαλοίδων Όρνιθων, να μας παρακολουθούν μες τες θημωνιές, με ανάσα που αχνίζει τζαί με πείνα για αθρώπινο κρέας. Πουλιά με μένος, για τον κόσμο που εν τες καταλάβει, που τες οστράκισε να ζουν αγρίμια μια ζωή δίχως αγάπη, γεμάτη φόβο. Έβαλλα εικόνες μες το νού μου για το πώς εσαλέψαν μετά που λλία χρόνια διωγμού. Μη μπορώντας να ζήσουν σαν αθρώποι, μήτε σαν πουλιά, εζούσαν σαν τέρατα, διχασμένα θερκά, τραγικές μαινάδες. Τζαι σε έναν κόσμο που εν κατανοεί, φυσικά εν να θέλαν μόνο εκδίκηση. Εφαντάστηκα την υπομονή τους να εκρήγνυται μες τη νύχτα σε σσίλια μικρά θρύψαλλα, ενώ επιτίθενται σε ανυποψίαστους αθρώπους –καλή ώρα-, το ίδιο ένοχοι για την απραξία τους με τους πραγματικούς φταίχτες.




Πάντως εν μας επιτεθήκαν. Κατ’ ακρίβεια, εν έτυχε να τα δω τζίντην ημέρα, ούτε κάποια που τες επόμενες φορές. Ακόμα τζαί έτσι η φαντασία μου εσυνέχισε να οργιάζει τζαι εικόνες της αρχαίας μυθολογίας –μένος, θεική τιμωρία, τερατώδεις μορφές, τζαι των μεγαλύτερων μου αθρώπινων φόβων –οστρακισμός, μοναξιά, εκδίκηση, εσμίξαν τζαι εκατακλύσαν με. Πολλά σύντομα έμαθα πως πρόκειται απλά για πουλιά που φέρουν μια διακριτική ομοιότητα με άθρωπο στον πρόσωπο. Νομίζω όμως πως εν να παραμείνω πιστός στην φαντασία μου, ακόλουθος τζίντης παράδοσης των παλιών να περικλείουν τους φόβους τους τζαί όσα αδυνατούν να καταλάβουν –τη διαφορετικότητα, τη ζήλια, το αντίποινο- σε πράματα υπαρκτά, χειρόπιαστα, όπως ένα πουλί που μοιάζει με άθρωπο.




Γιατί, κατά μιαν έννοια, νιώθω ότι οι φοβίες μας εν αρκετά κοινές με τους αθρώπους τζίντης άλλης εποχής. Η διαφορά εν ότι τότε είχαν το κουράγιο να δώκουν σάρκα τζαι οστά στους φόβους τους, ενώ στες μέρες μας απλά προτιμούμε να παραβλέπουμε την ύπαρξη τους τζαί ας τους νιώθουμε να μας κοιτάζουν που τες θημωνιές. Έσσιει κάτι να πει για μας τούτο νομίζω. Εξάλλου η κατανόηση του κόσμου που έχουμε, η ιδέα μας του τι είμαστε μέσα στο σύμπαν, κρύφκεται πάνω που ούλλα στο τι φοούμαστε, στες μικρές τζαι μεγάλες ανασφάλειες μας.




Λλίο ανησυχεί με που εφοούμουν να κοιτάξω τα αθρωποπούλια (γιατί νομίζω εν τούτο που εν τέλει εμπόδιζε με να τα δω έστω μια φορά). Ανησυχεί με επειδή τωρά καταλάβω πως τα αθρωποπούλια εν η σωματοποιημένη μας ελπίδα στον άθρωπο. Η ελπίδα πως τούντο τόσο παράξενο ον, που εν γεμάτο φόβο για το αν ανήκει, για το ποιος εν ο ρόλος του, για τους λόγους που ώρες-ώρες νιώθει σαν τραγικό, διχασμένο θερκό, γεμάτο μοναξιά, εν να καταφέρει κάποτε, διακριτικά μες τη ζωή του, να μεγαλώσει φτερά, έστω τζαι αν δεν θα τα καταφέρει τέλεια. Έστω τζαι αν αντί για πουλλί, καταφέρει να γίνει κάτι μεταξύ αθρώπου τζαι πουλιού, έναν, ας πούμε, αθρωποπούλλι.

Πέμπτη 23 Ιουνίου 2011

Καταπληκτικά

«Καταπληκτικό! Δεν αισθάνομαι τίποτα». Είπε η κοπέλα της διαφήμισης.


«Νιώθω σε», εσκέφτηκα εγώ. Ήταν μια που τζίνες τις στιγμές που η ζωή αντιγράφει την τηλεόραση. Αθρώποι πιόνια σε μια ζωή 5 εκατοστών σε πάχος, όσο η οθόνη της LCD. Αντιγράφουν μας αλλά ταυτόχρονα διδάσκουν μας πώς να ζούμε με κάτασπρα σεντόνια, με τυρί με χαμηλά λιπαρά τζαί με βούτυρο χωρίς χοληστερόλη.


Θωρούν μας να τους θωρούμε να μας θωρούν να τους θωρούμε να μας θωρούν τζαί στο τέλος εν ξέρουμε ποιος παρακολουθά ποιον. Ποιού η ευτυχία εν στημένη? Ποιος ζει θκεβάζοντας υπότιτλους? Ποιος γελά τζαί ποιος κάμνει ότι γελά?



Στες μέρες μας η απόσταση μεταξύ διαφήμισης τζαί πραγματικότητας μιτσιανίσκει επικίνδυνα. Μπορεί να εν τζαί καλλύτερα έτσι. Να ζεις σε έναν κόσμο που η σωστή οδοντόκρεμα μπορεί να σου χαρίσει την ευτυχία. Που όποια έσσιει τον Άντρο άντρα τζαί πάει Ορφανίδη, μπορεί να διατηρεί χαμόγελο κονσέρβα, φκαρμένο που τους μαγνήτες της Κόκα κόλας του 1960. Γιατί τουλάχιστον άμαν έρτει μια που τζίντες μέρες που ξυπνάς τζαί η ζωή σου φαίνεται κακοζωγραφισμένη καρικατούρα τζαί λαλείς «Εν αισθάνουμαι τίποτε», εν να ξέρεις ότι εν κάτι καταπληκτικό, αν τζαί εν θα ξέρεις γιατί –μάλλον κάπου το άκουσες.



Το ευτύχημα με το να μεινίσκει κάποιος στην Παλιά Πόλη, εν τζίνη η περίεργη μίξη αθρώπων διάφορων (όι τόσο σε χρώμα-γλώσσα-θρησκεία, αλλά σε παρελθόν-παρόν-μέλλον). Δεκάδες ξεχωριστές ιστορίες σε λλία μέτρα απόστασης. Μια κοτζακαρουά που σσιερετώ μπορεί να σκέφτεται τη γρούτα της μάνας της. Η Σριλανκέζα που την προσέχει, τζαί στέκεται πάντα τζιαμέ στο πρώτο όροφο του χαμόσπιτου του σσίλια εννιακόσια τριαντακάτι μετά που το μπάνιο με μια πετσέτα τυλιμένη που τη μέση τζαί κάτω, μπορεί να νιώθει σαν το άσπρο γιασεμί σσίλιες τζαί μια νύχτες πριν, όταν ήταν στη χώρα της, που εν ούλλα πάντα ανθισμένα. Οι Ινδοί που κάμνουν πάρτι γενεθλίων στον τρίτο του διπλανού τζαί τραουδούν: «Hapi Berdei Do Yοu», σαμπώς τζαι ρωτούν «Do you? Do you?». Ο Σλάβος που στέκεται στο παράθυρο δίχως φανέλα γυρισμένος πλάτη εν σαν που όνειρο του Καβάφη σε μια που τζίντες νύχτες που εμετρούσε τα λεπτά να φέφκουν τζαί αντί λεπτά, ετζοιλούσαν τα χρόνια που τα δάχτυλα του.


Η ζωή μες σε έτσι ιστορίες εν γνήσια, δίχως σενάρια καταναλωτικής φαντασίας τζαι χωρίς την κορεσμένη μας πείνα. Ούλλοι υπάρχουν τζαί ούλλα λειτουργούν που μιαν έξαλλη, έμφυτη ανάγκη για επιβίωση. Στον σκληρό κόσμο των παλιών γειτονιών, που ζούν κάτι εξωγήινες γιαγιάδες μια άλλης εποχής τζαί κάτι βιοπαλαιστές που κάμνουν την ζωή τέχνη, εν υπάρχει η ευχέρεια να ταΐζει κανένας τες άγριες φαντασιώσεις του. Η ζωή σχεδόν φαντάζει με ιστορία του Ντοστογιέφσκι. Ούλλα εν ρεαλιστικά, ίσως υπερβολικά ρεαλιστικά. Εν υπάρχει το περιθώριο του ονείρου, χρόνος να πλάσεις έναν παράλληλο σύμπαν για να ταΐσεις τες μικρές σου φοβίες. Μα με λλίη σκέψη, τούντες φιβίες φαίνεται ποιος μα τες πλασάρει. Σκέφτου λλίο τες πιο επιφανειακές: εν άσπρα τα δόντια μου? Εν καλό το άρωμα μου? Πίνω πράσινο τσάι οξά σπατζιά? Εν να ξοβάψουν τα ρούχα? Τελικά το acai εν αντιοξειδωτικό? Ψιλή ευκρίνεια σημαίνει η τηλεόραση εν πιο καθαρή?


Ναι. Πιο καθαρή για να θωρείς όσα εν να αγοράσεις αλλά εν χρειάζεσαι πραγματικά, όσα εν να σε φαν σιγά σιγά όπως ο σκόρος. Ναι. Εν να θωρείς πιο καθαρά, όπως ο λύκος είσσιεν πιο μεγάλα μμάθκια για να θωρεί την Κοκκινοσκουφίτσα (το αχαλίνωτο πλάσμα που θα μπορούσαμε να είμαστε) καλύτερα.

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Όλα γυρίζουν

Στο καθιερωμένο τραπέζι σήμερα, επάγωσα μιαν σκηνή τζαι επαρακάλεσα το χρόνο να περπατήσει πάνω σε ότι αναπνεύσαμε τζαι ότι αγαπήσαμε λλίο πιο σιγά, έτσι για να την απολαύσω, να τη χωνέψω।


Μες την κουζίνα, η γνωστή, η λλίο κιτς, που με είδε να πετώ που μέσα της βιαστικός με φευγαλέα αόριστα «γειά!» στην εφηβεία, που με εκάλυψε στο πρώτο μου κρυφό τσιάρο, που εμεγάλωσε τζαί εμαύρισε το άσπρο της μαζί με μένα που μεγάλωνω τζαι μαυρίζει το άσπρο μου.


Η κουζίνα τζίνη, που αγάπησα τόσο, γεμάτη αθρώπους, σαν πάντα, γεμάτη κατσιάρισμα τζαί πιρούνια που χορέφκουν πας τες πορσελάνες, γεμάτη ποτήρκα με κρασί τζαι όπως κάθε χρόνο με ένα καινούριο μωρό να βουρά μες τα πόθκια μας, να φουτουνιάζει τη γιαγιά μου τζαι να καταλήγει κάτω που το τραπέζι μπρούμουττα να κλαίει (κάποτε ήμουν εγώ) ·έτω σαμπώς τζαί μαζί με τον μιτσή μας φέτος είμαι τζαί γω τζι κάτω, να γυρέφκω σημασία τζαι ζεστασιά πας την κρυάδα του πατώματος, με ένα κρυφό χαμόγελο που κάτω που το σσειλούι μου.


Τζαι ενώ τούτο φαίνεται μου πως εγίνετουν που πάντα, ότι πολλά φυσικά, που την αιωνιότητα, εμαζέφκούμασταν ούλλοι στη γιαγιά μου, η κ.Ντίνα τζαί ο κύριος Νίκος, η Καίτη, η Μαίρη, η Φρόσω,ο Λάκης, ο Παναής, ο βούρκαρος ο παππούς μου, τζαί πως τούτο εν να γίνεται για πάντα, υπάρχουν νέες ενδείξεις πως σιγά σιγά ούλλα αλλάσσουν τζαι ότι ο κύκλος εν να κάμει το γύρο του με νέες φάτσες γυρώ που το τραπέζι που είμαστεν εμείς τωρά, που αγάπησα τόσο, με άλλη χρυσοσσιέρα πας τες κατσαρόλλες, με άλλου τη σούβλα να παινέφκεται τζαί όι του παππού μου. Με άλλα μωρά κάτω που το τραπέζι που εν τα ξέρω τζαί για άλλα ονόματα να σσιονόννουσην κρασί χαμέ «για τζίνους που εννεν μαζί μας», μπορεί για τα δικά μας.


Μες τούντο πνεύμα επαρακάλεσα το χρόνο να ξαπολύσει το σσοινί για λλίο τζαί να κάμει ότι εν το είδε, να γελάσουμε λλίο του τροχού τζαι να δώκουμεν αλλόνα γύρο δίχως να γραφτεί στα πραχτικά, δίχως να αφαιρεθεί που την πούγκα μας που στενέφκει. Ξέρω ότι εν ακούει όμως. Εννεν αίμα που τρέσσιει μες τες φλέβες του μα λεπτά που περνούν τζαι εν κοιτάζουν τα συντρίμμια-τους αθρώπους που μεινίσκουν να κλαίν για ότι έφye Παρασέρνουν μας στον αδιέξοδο το δρόμο που τζίνον μόνο ξέρουν.


Τζαί μπορεί εν τέλει τούτο να εν το Πάσχα. Η υπέρτατη πίστη στο ότι ο δρόμος που είμαστε εννεν μονόδρομος, πως η κουζίνα εν θα αλλάξει –η Φρόσω τζαί ο Νίκος τζαί ο Λάκης εν να εν τζιαμέ τζιας φορτώνουνται με πιο πολλά χρόνια από όσα τους αξίζουν, από όσα μπορούν να αντέξουν, πως η σούβλα εν να εν καλή τζιας γεμώνει αλτσχάιμερ σιγά σιγά, πως το μωρό κάτω που το τραπέζι εν να μείνει παντα το ίδιο, πως η θυσία, η αιώνια αγάπη υπάρχουν τζαι πως ο τροχός γελιέται τζαί ο θάνατος μπορεί να νικηθεί –ναι.

Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Ο βασιλιάς του '76

Το απόγευμα ήρτε μες το νού μου μια εικόνα που παλιά, ένα μικρό κάδρο με μια κινέζικη ζωγραφιά πάνω, με ένα πελεκάνο τζαί ένα σπίτι-παγόδα πάνω σε ένα ποταμό με λωτούς. Μιλώντας μετά με τη μάνα μου ερώτησα την αν έσσιει υπόψη της για τί πράμα μιλώ. Είπε μου πως θυμάται το τζαί πως φιλάει το ακόμα κάπου μες την αποθήκη. Άρκεψε μετά που τούτο να μου λαλεί για την αγάπη που είσσιε μιτσιά για οτιδήποτε κινέζικο, που τον τζαιρό που εθκέβασε που ήταν ροκόλα, τα μικρά κινεζάκια, ή τα χίλια μικρά κινεζάκια ή κάτι έτσι. Έξερα τα τούτα γιατί εξαναίπε μου τα, αλλά εν είπα τίποτε γιατί σπάνια ακούω τη μάνα μου να μιλά για την παιδική της ηλικία.


Είπε μου πως εν θα ξεχάσει ποτέ που ο παπάς της –υποβλητικός άθρωπος ο παππούς, ένα πράμα που έμαθα που τζίνον εν πως το μουστάτζι τζαί η τιμή του αθρώπου εν πρέπει να στραβώνει, 2 μέτρα, ακόμα τζαί τωρά στα 68 του, με μάθθκια μαύρα, τα άσιλα κυπριακά, που είδαν γέρους να φορούν βράτζιες τζαί κοράσες να πιέννουν στη βρύση- αν τζαί γονιός αυστηρός που εν του αρέσκαν τα πολλά πολλά, αγκαλιές τζαί γλυκόλοα (άιστον τωρά), όταν εκατάλαβε την πόρωση της κόρης του με τους Κινέζους –σε ένα τζιαιρό που κινέζος εν επάτησε πόι ποττέ στην Κύπρο- επίε τζαί εγόρασε της μια μάσκα κινέζου για να βάλει στη γιορτή την καρναβαλίστικη του σχολείου. Τζαί είπε μου για τη χαρά που έκαμε γιατί πού να δουν οι άλλοι οι μαθητές, τζίντης τάξης, του ’76, μάσκα. Ούλλους εβάφαν τους οι μανάες τους, εβάλλαν τους καμιά βράκα του παππού, κανένα κολιέ τζαί εστέλλαν τους σχολείο. Αλλά όι η μάνα μου τζίνη τη χρονιά. Έβαλε μια ρόπα της γιαγιά μου, κλάτσες χοντρές άσπρες με σάνταλα, τζαι επίε να κάμει την Κινέζα.


Είπε μου πως τζίντα χρόνια, μετά τον πόλεμο, άρκεφκεν τζαί ανέβαινε το επίπεδο της ζωής, αλλά όι για ούλλες τες οικογένειες. Είσσιεν ένα μιτσήν, εστείλαν τον έτσι. Ήταν που τες πιο φτωσσιές οικογένειες τζαί εν είχαν την ευχαίρια να του κάμουν το χαττήρι. Επίε μες το σχολείο άβαφτος, με τα ρούχα που εφορούσε κάθε μέρα, με τα μούτρα ως το πάτωμα, μούγια μες το γάλα που βαμμένα μωρά, ούλλα τζαί μια άλλη ταυτότητα. «Να δεις την καλοσύνη των δασκαλούων» λαλεί μου η μάνα μου, τζαί για ένα δευτερόλεπτα ένιωσα σαν την εγγλεζοκαλαμαρού που το Νησί που της λαλεί την ιστορία της Σπιναλόγγας η ταβερνιάρισσα, «επιάσαν εφημερίδα τζαί εκάμαν του κορώνα τζαί εκάμαν τον βασιλιά».


Με τούντην κουβέντα εγυαλίσαν τα μμάθκια της, επίεν πίσω μες τζίντην τάξη, του ’76, την σαν που όνειρο, την γεμάτη αθρώπους τζαί πράματα αγνά, με τον καλό βασιλιά να κάθεται στο θρόνο του τζαί να τους κοιτάζει ούλλους με ευγνωμοσύνη, τες ωραίες κυρίες, τους βρακάες μάγκες, τζαί τζίντη περήφανη, την ευτυχισμένη κινέζα.

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Νυχτερινό σκολειό

Έσσιει κάτι το να περπατάς τη νύχτα μες το δρόμο. Ειδικά μιας ξένης χώρας, όταν το δώδεκα της ώρας σε έναν άλλο κόσμο εν να εσήμαινε καλή παρέα τζαί μετά Ζορπά για λουκανικόπιττα τζαι το ροχαλητό του σσίλου έξω που την πόρτα, τζαί όι ότι ακόμα μια μέρα ετέλειωσε πας τούντον εξωγήινο κόσμο.


Η νύχτα, κάτι έσσιει. Έβρεξε, τζαι το πορτοκαλί που τα ηλεχτρικά φώτα έκαμνε το δρόμο τζαί έλαμπε σαν μελίσσι. Τζαί εγώ σαν τον Φρεντ Αστερ επερπατούσα πάνω του, σε έναν άλλο κόσμο εν να εχόρεφκα κλακέτες τζαί εν να έπαιζε μουσική που πίσω.


Τζαί οι ήχοι. Όπως τζαι να το κάμεις, ακούουνται άλλωσπως τη νύχτα. Η μικροκαμωμένη ινδή με τα τακκούνια, τακ τακ τακ τακ, εδιούσε το ρυθμό σε ότι υπήρχε. Τζαί εκατάλαβα πως αρέσκει μου ο ήχος τζίνος. Σε έναν άλλο κόσμο εν να ήταν η υπόσχεση μιας ωραίας νύχτας τζαι τα τακκούνια εν να εκάμναν τον ίδιο περήφανο θόρυβο πας τα πλακάκια κάτι πέτρινων γειτονιών στη Φανερωμένη. Μιας νύχτας παρέα με μια γυναίκα που κουβαλά μυστήριο μέσα της, σε ένα κόσμο που το μυστήριο εν εφκήκε σε πληστηριασμό στο ίμπει ακόμα.


Η νύχτα μαθαίνει σου τζιόλας πράματα. Οι θκιό Γάλλοι που με ενευριάζαν μες τη βιβλιοθήκη με τα πσου πσου πσού τους, μες τη νύχτα εν θκιο φιγούρες χωρίς πρόσωπο, που κρατούν σσιέρκα, τζαί λάμπουν για ένα δευτερόλεπτο μες το πορτοκαλί φως πριν χαθούν˙ σαν σε ένα κόσμο που η ζωή εν νουάρ ταινία, στιλιζαρισμένη, στωική, φορτωμένη συναίσθημα.


Η νύχτα θυμίζει σου, τζαι υπενθυμίζει σου, το ρητό: εγνώρισα τον άθρωπο τζαί αγάπησα τα ζώα. Γιατί ο σσίλλος που εψηλοχάθηκε (ακούεται που μακρυά η φωνή του μάστρου του-γελά) δείχνει σου τόσην αγάπη με τζίντα αθρώπινα τα μμάθκια που για μια στιγμή χάνεις τα. Αθρώπος εν είδε άθρωπο σε κανένα κόσμο, τζαί σε καμιάν εποχή, σαν είδεν ο σσίλλος τον άθρωπο.


Τζαί εν η νύχτα που όπως το σμιλί, πιάνει κλωστή κλωστή τες σκέψεις σου τζαί βάλλει τες σειρά –για πρώτη φορά μέσα σε εφτομάδες- τζαί κάμνει σε να εστιάσεις στα μικρά μικρά, για να δεις τη μεγάλη εικόνα. Τζαί τζίνα που σε βασανίζουν άδικα, απλά φέφκουν, σκόνη που πάνω σου, τζαι τζίνα που αμέλησες έρκουνται τζαί κάθουνται, πουλλούθκια με φτερά ελαφρυά. Τζαι εμένα πόψε έμεινε μου ο τζίνος, ο καθηγητής της Σαξωνικής Αγγλίας, ο ψηλός, ο προβληματισμένος, με το βλέμμα το ΄Σιδηρόπουλος-στον-Απροσάρμοστο’. Τζίνος που εν σαν τη σκιά που μακρυά, παστόρεγγα τζαι που φορεί μιαν κλάτσα κότσινι τζαί μια πράσινι. Τζίνος όμως που άμαν τον δεις που κοντά φαίνεται Σάξωνας αρχηγός, με τζίντα μμάθκια τα περήφανα που εν διούν πολλά. Τζίνος που άμαν δεις που ακόμα πιο κοντά άμαν σηκώσει το σσιέρι του φαίνουνται τα σημάθκια που εκόφκετουν, σιωπηλές ραγάδες πόνου τζαί ενθύμιο, τζαι απόδειξη μιας ακριβά κερδισμένης νίκης.


Τζαί η νύχτα μαθαίνει μου ότι αν εδιδάχτηκα κάτι που τον άθρωπο τζίνο, εν πως τζαί οι αρχηγοί πονούν, αλλά σε έναν κόσμο που οι Σάξωνες αρχηγοί επεθάναν, μεινίσκουν πίσω οι πληγές τους για να μας διδάσκουν να έχουμε μμάθκια περήφανα, που εν διούν πολλά.

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2011

Έσσιει κάτι νύχτες που πεινώ

Κάποτε ξυπνώ τζαί πεινώ. Έχω μιαν τεράστια πείνα τζαί νομίζω εν να φάω τον κόσμο ούλλο. Φαντάζουμε μπροστά μου τεράστια τραπέζια σε φωτεινά δωμάτια γεμάρα λαχταριστά κέικ. Τζαι κάποτε κάμνω το χατήρι του εαυτού μου τζαί ταίζω τον με τζίνα που θέλει τζαί με παραπάνω πράματα ακόμα. Τζαί νιώθω καλά, χορτάτος, ευχαριστημένος. Πριν πεινάσω εν έξερα ότι υπήρχε μέσα μου τζίνη η πείνα η ανεκπλήρωτη τζαί έπρεπε να πεινάσω για να κάμω κάτι.



Έσσιει κάτι άλλες φορές που αγνοώ την πείνα, απασχολώ τον εαυτό μου με άλλα, λλιότερο σημαντικά πράματα, ικανά να με κάμουν να την ξεχάσω ή να την κάμουν υποφερτή.



Κάποτε ξυπνώ τζαί φοούμε. Έχω έναν τεράστιο φόο τζαί νομίζω εν να με φάει ούλλος ο κόσμος. Φαντάζουμε μπροστά μου αθρώπους άγριους, μέσα σε σκοτεινούς διαδρόμους γεμάτο παγίδες. Τζαί κάποτε κάμνω το του εαυτού μου τζαί ταίζω τον με τζίνα που φοάτε τζαί με ακόμα παράπανω, πράματα που με τρων τζαι τζίνα με τη σειρά τους. Τζαι νιώθω χαμένος, πληγωμένος, νικημένος. Πριν φοηθώ εζούσα σε άγνοια, εν έξερα ότι ούλλα τζίνα που με φοητσιάζουν υπάρχουν τζαι υποθάλπτουν με σιγά σιγά τζαί έπρεπε να φοηθώ για να το καταλάβω.



Έσσιει κάτι άλλες φορές που αγνοώ τον φόο, απασχολώ τον εαυτό μου με άλλα, σπουδαιότερα πράματα, ικανά να με κάμουν χορτάτο, ευχαριστημένο. Πράματα που στη ζωή μου απλώνουνται σε δωμάτια φωτεινά, που κάμνουν τον φόο υποφερτό, που τον κάμνουν να εν ακόμα ένα κομμάτι τζίντου κέικ, στο οποίο οι μέρες που ακολουθήσαμε προς τα πίσω τα βήματα μας, τζαί ότι αγγίξαμε τζαί ότι αγαπήσαμε τζαί κρατούμε μέσα μας σα θησαυρό τζαί όσα χέρια εσκουπίσαν τα δάκρυα μας τζαί όσα μαλλία ετζοιμίσαν μας με τη μυρωθκιά τους σιγά σιγά γίνουνται γλυκά, μικρά ψίχουλα.

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

Σαν τις αγελάδες

Τα γεγονότα, είπε κάποιος, εν σαν τις αγελάδες. Όταν τα κοιτάζεις πολλήν ώρα φεύφκουν.

Ο κόσμος λειτουργεί υπερβολικά πολλά βασισμένος σε γεγονότα. Πως έγινε κάτι, γιατί, με ποιές επιρροές,ποιούς παράγοντες. Ούλλα περιστρέφουνται γυρό που το να σηκώσουμε την κάθε πέτρα τζαί να δούμε τί έσσιει που κάτω.

Πόσο βαρετοί εγίναμε!

Σκέφτουμε τον τζαιρό που ήμουν μωρό, που εζούσα τζαί έκρουζα που τη γέννα τόσον ιδεών τζαί ειλικρινά εν ξέρω αν τωρά ξέρω παραπάνω που τότε. Μπορεί να εφτώσσινα που τότε νομίζω. Αν μου πεις τωρά: γράψε μιαν ιστορία με ένα λύκο τζαί 3 γουρούνια, μάλλον εν να φκεί θρίλερ με κάμποσο μυστήριο. Αν μου πεις γράψε μιαν ιστορία με μια όμορφη γυναίκα τζαί 7 νάνους, μάλλον εν να σκεφτώ σενάριο κακοστημένου πορνό.

Είσσιεν ένα τζαιρό που η Ινδία ήταν μια τεράστια αγορά με στοίβες μπαχαρικά, σκοτεινή, καπνισμένη, σχεδόν απόκοσμη, με κόσμο μυστηριώδη τζαί θεούς που παραμονεύουν σε κάθε γωνιά. Κάποτε η θάλασσα ήταν γεμάτη Βίκινγκς, που διψούν για αίμα τζαί σφυρούν μέσα που κέρατα τον πόλεμο. Κάποτε οι θάλασσσα ήταν γεμάτο γοργόνες με καρύδες για σουτιέν. Κάποτε ο θεός ήταν πίσω που το πιο μεγάλο σύννεφο. Κάποτε εφκέναν νεράιδες τζαί επιάναν τα δόντια μας που κάτω που το μαξιλάρι. Είσσιεν μιαν εποχή που ένα μπιζέλι εξεχώριζε τες πριγκίπισσες που τες χωριατοπούλες. Μια φορά θυμούμαι ο κόσμος ήταν γεμάτο κάστρα με ψηλούς πύργους που εγεμώναν τον ουρανό πυροτεχνήματα κάθε νύχτα χωρίς λόγο. Κάποτε ήμασταν αθώοι τζαι είχα πει της γιαγιάς μου να μεν γεράσει για να την παντρευτώ που εν να εμεγάλωνα. Κάποτε τα ζώα εμιλούσαν αθρώπινα. Κάποτε το πιο λαμπρό αστέρι ήταν ο Μουφάσα. Κάποτε η Αφρική ήταν έναν τεράστιο δάσος γεμάτο δεινόσαυρους. Κάποτε ήσσιεν μιαν κορούα που την ελέαν Μακκουπέ.Κάποτε είχα έτοιμες τρεις ευχές γιατί ποτέ εν ξέρεις πότε εν να έρτει το τζίνι.Κάποτε έθελα να ήμουν ο μπλέ πάουερ ρέιτζερ. Κάποτε άμαν έππεφτες χαμέ τζαί εχτυπούσες, η μόνη έννοια ήταν να δείς το λυμπουράκι που σύμφωνα με τον παππού σου εσκότωσες. Κάποτε οι πόνοι εφέφκαν με ένα μμάκια που τη μάμμα τζαί αν όι : “ώσπου να παντρευτείς εν να γιάνει».Κάποτε εκάμναμε μουστάκι με το γάλα. Είσσιεν μιαν εποχή που ο πόνος εγίνετουν παραμύθι.

Τούτα ήταν η ζωή κάποτε. Σιγά σιγά ούλλα απλά εσβηστήκαν που τη μνήμη. Χωρίς να το καταλαβαίνω εδιάψευδα τα ένα ένα όσο εμεγάλωνα. Τωρά αννοίω κάτι απρόσωπα βιβλία τζαι μαθαίνω γεγονότα. Τζαί τα γεγονότα λαλούν μου να κοιτάζω την αγελάδα. Αλλά όσο μαθαίνω ξεχνώ.

Μια φορά τζαί ένα τζαιρό είσσιεν ένα αγόρι που εν έξερε τί σημαίνει να μεγαλώνεις τζαί να ξεχνάς, αλλά εμεγάλωσε τζαί εξέχασε, τζαί περιμένει ακόμα να εξαργυρώσει τες τρεις ευχές του.

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Τα πάντα, φορτούνα.

Υπάρχει η φορτούνα, η τύχη των Ιταλών, τζαί υπάρχει τζαι η φουρτούνα που λαλούμε στα ελληνικά. Θκιο διαφορετικά πράματα. Αλλά νιώθω με τον τζαιρό ότι έρκουνται ούλλο τζαί πιο κοντά καμιά φορά. Χωρίς φορτούνα, δύσκολα εν να περάσεις να δεις τζαι άλλη φουρτούνα ή τζαί οτιδήποτε άλλο καλό ή κακό για να είμαστε ακριβής. Τζαί πόση φορτούνα μπορείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι έσσιεις άμαν εν περάσεις τζαί που μια φουρτούνα τζαί να δείς τον εαυτό σου νικητή?

Οι φουρτούνες εν συγκεκριμμένες. Εν κάτι που εν να γίνει τζαί εν να ταράξει το καράβι σου, εν να νιώθεις ότι πνίεσαι έστω τζαί αν δεν εν αλήθκεια (όπως κάτι βασανηστήρια που κάμνουν σου εικονικό πνιγμό). Εν μπορείς να περάσεις που μια φουρτούνα τζαί να μεν το πάρεις χαπάρι. Εν να το πάρεις χαπάρι, εν να σε πάρει τζαί τζίνο με τη σειρά του τζαι εν να σε σηκώσει τζαί εν να γυρέφκεις το λάθος.

Αλλά η φορτούνα? Πόσο εύκολα την προσέχεις? Σίουρα αν κερδίσεις το λαχείο εν να το καταλάβεις, αλλά εν μόνο τούτο η τύχη? Τα άλλα τα πράματα, τες μικρές φορτούνες, προσέχεις τες? Αν όι, τότε εν θα φαίνουνται παραπάνω οι φουρτούνες? Για παράδειγμα, η τάρτα που έκαμα τζαί κάθεται στο παράθυρο έννεν φορτούνα? Έσσιει τζαί κάτι ταπεινά φκιορούθκια δαμέ που κάποτε μιλούν μου, έννεν φορτούνα? Τζαί 5-6 παιθκιά που με τιμούν τζαι δέχουνται τη φιλία μου έννεν φορτούνα? Καποιά φορά ψήνω τζαί ψωμί τζαί μυρίζει το σσιέρι μου μαγιά ως την άλλη μέρα, τζαί θωρώ το, το γέννημα μου τζαί χαμογελώ, έννεν φορτούνα? Τζαι κάθε μέρα αφήνω ένα κομματούι σιοκολάτα να λιώσει μες το στόμα μου τζαί να μου πει με το πάσο του κάτι ιστορίες πικρές που ξεχνιούνται που εν να άκουε ο Κορτέζ στην αχτή της Λατινικής Αμερικής. Πόσο φορτούνα να εν τούτο?

Τωρά που το σκέφτουμε έκαμα λάθος στην αρχή. Έννεν θκιο διαφορετικά πράματα η φορτούνα τζαί η φουρτούνα. Γιατί άμαν έσσιει φουρτούνα, μπορείς να σταθείς στην πρύμνη, να φωνάξεις δυνατά, να βρυγχηθείς τζαί να ταράξει η γη, η κόλαση τζαί ο παράδεισος, μπορείς να επαληθέψεις ότι είσαι βασιλιάς του εαυτού σου, να γονατίσουν που φόο όσα σε τρών σιγά σιγά κάθε μέρα σαν τον σκόρο. Φορτούνα.

Σάββατο 12 Μαρτίου 2011

Γουίνι δε ππού-και άλλα τέρατα της παιδικής ηλικίας

Εχτές ήμουν στην βιβλιοθήκη του πανεπηστημίου τζαί είπα να κάμω ένα ‘περίπατο’ μέσα στα ράφια των βιβλίων να τεντώσω λλίο τα πόθκια μου, να ξιττιλλάρει ο νούς μου। Ενώ επερνούσα που ένα διάδρομο είδα στα αριστερά μου μια σειρά που ράφκια που είσσιε παιδικά βιβλία। Μα ότι βιβλίο φανταστείς.Εγώ εστάθηκα μπροστά που μια συγκεκριμένη στοίβη βιβλίων. Του Γουίνι δε ππού, του Α.Α.Μίλν. Πρώτη φορά είδα το βιβλίο, επειδή εσυνηθίσαμεν τον ππού στην τηλεόραση ή πιο συγκεκριμμένα, σε πλαστικά πιάτα για πάρτι, σε μπαλόνια, βρακάκια για μωρά που θέλουν να κουβαλούν τον Γούινι όπου, μα όπου παν, σε κασεττίνες τζαί σε τούρτες γενεθλίων.

Με μια δόση ντροπής αλλά τζαί υπερηφάνιας επία στο ‘ταμείο’ να το νοικιάσω τζαί με τη στάμπα, τζαί τη νύχτα είχα το δίπλα που το κρεβάτι μου έτοιμο να το θκεβάσω. Αννοίω το τζαί άρκεψα να θκεβάζω. Ήβρα το πολλά εμπνευσμένο τζαί αρκετά για ενήλικους. Το χιούμορ –επίτηδες- έν απευθύνεται μόνο σε μωρά, κατ’ ακρίβειαν, πάω στοίχημα ότι μερικά αστεία εν θα εμπορούσαν να τα καταλάβουν τα μωρά σε οποιανδήποτε εποχή τζαί να εζούσαν τζαί όση Ελίτα τζαί να δουν.

Το θέμα όμως εν άλλο. Που την πρώτη σελίδα τζαί πάρακατω, είσσιε σημειώσεις με μολύβι μέσα στο βιβλίο για διάφορα αποσπάσματα, με μικρές παρατηρήσεις του συγκεκριμένου αναγνώστη. Ο λόγος που εν να έβρισκες ένα βιβλίο σαν τούτο σε βιβλιοθήκη πανεπιστημίου, εν για να αναληθεί σε κάποια ψαγμένη διατριβή, τούτο καταλάβω το. Αλλά που άνοιξα το βιβλίο εφανήκαν μου πολλά εχτός τόπου. Σαμπώς τζαί με κάθε ενήλικη λέξη επληγώνετουν η σελίδα, εχάνετουν η ουσία του παιδικού βιβλίου. Θυμούμαι κάποια άλλη μέρα είχα δεί ένα βιβλίο κάτι σαν «Η γυναικία παρουσία στον Γουίνι δε ππού».

Επροσπάθησα να το αγνοήσω αλλά εν εμπορούσα. Κάθε σελίδα που εγύριζα νέες σημειώσεις, νέες παρατηρήσεις κάποιου ατσίδα που εξεσκέπασε ανεπανόρθωτα τη δυναμική των δύο φύλων στον παιδικό βιβλίο του Μιλν. Μα το θεό εν εμπορούσα να το αγνοήσω.

‘Ηταν πολλά επώδυνο να θωρείς την προσπάθεια ενός ενήλικα να καταλάβει, να βαλει κανόνες, να διαμελήσει τζαί να αναλήσει τον παιδικό τούτο βιβλίο. Πολλά ειρωνικό που ο μόνος τρόπος να φκάλουμε νόημα που τούντον κόσμο που κάποτε ήμασταν μέρος του πριν μας παρασύρει το ρέμα της ενηλικίωσης, εν με το να μολύνουμε με τη λογική μας, τη τόσο ψυχρή, τον κόσμο τούτο. Πόσο πολλά απομακρυνθήκαμε που ότι απλό, ότι αγνό τζαι χωρίς συνέπειες ευχάριστο πράμα! Τζαί με πόση έλλειψη ντροπής εισβάλλουμε σε έναν κόσμο που εν καταλαβαίνουμε τζαί εν θέλουμε να καταλάβουμε με τί κανόνες λειτουργεί, με τί νόμους.

Εν άντεξα. Έπια ένα μολύβι τζαί στην πρώτη σελίδα που έγραφε κάπου μέσα στες σημειώσεις για “sub-text”, γράφω:

Όταν αρκέφκεις να μιλάς για “sub-texts”, μάλλον κάπου έχασες το νόημα του Γουίνι δε ππού.

Αλλά μάλλον εν θα το δεί ποττέ. Εν να συνεχίσει, όπως τζαί άλλοι, να αναλύουν τον Γούινι, τζαί άλλα απρόσιτα, άγρια τζαί επικίνδυνα τέρατα της παιδικής ηλικίας.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Dolce di far niente

H χαρά του να μεν κάμνεις τίποτε, έτσι απλά. Ξέρουν καλά οι Ιταλοί που τούτο. Εμείς μπορεί να μεν είμαστε τέλειοι αλλά μια φορά τεμπέληες εν είμαστε ποτέ.

Θέλω, τζαί προσπαθώ, να κάμω το dolce di far niente, τι χαρά του να μεν κάμνεις τίποτε, μέρος της ζωής μου. Θαυμάζω τους κάττους που μπορούν να κάτσουν με τες ώρες σε ένα τόπο τζαί απλά να μεν κάμνουν απολύτος τίποτε. Εν ξέρω αν σκέφτουνται κάτι, εν ξέρω πως μπορούν, αλλά θέλω να μάθω να το κάμνω. Ελαλούσα το κάποτε σε κάποιον τζαί είπε μου: μα εν γι’αυτό που στους αθρώπους αρέσκουν οι κάττοι. Εν τζίντην ηρεμία που εκπέμπουν που ζητούμε. Τζίντην συνέπεια στη ρουτίνα που αγαπούν. Οι σσίλοι βαρκούνται άμαν εν μόνοι τους, κάμνουν ζημιές, κλαιν. Οι κάττοι εν να κάτσουν σε ένα τόπο τζαί απλά εν να εν τζιαμέ όταν έρτεις πίσω, ο κόσμος να χαλάσει. Τούτο εν κάτι που το παραδέχουμαι αν τζαί είμαι φαν τον σσίλλων παραπάνω. Οι σσίλλοι εν συντροφκιά για μια ζωή, εν παρηγοριά για ότι κακό υπάρχει, εν σύμβολο όλων των πραμάτων που εν αγνών λόγω της άγνοιας τους. Αλλά σαν οι κάττοι, ξέρουν τα ούλλα, ξέρουν τί γίνεται, νιώθουν το παραμικρό, αλλά απλά παρακολουθούν.

Να περνούν οι ώρες που μπροστά μου τζαί γώ απλά να είμαι τζιαμέ. Όι να χάσκω ούτε να είμαι αχάπαρος, εννεν τούντο πόιντ, τόσα χρόνια τι εκάμναμε στο σχολείο άλλωστε?

Έσσιει μια σοφή κουβέντα ανάμεσα στους λεβαντήνους ελαιοπαραγωγούς που λαλεί πως υπάρχουν 3 σταθερά πράματα στη ζωή. Ο θάνατος, η αλλαγή τζαί τα ελιόδεντρα.

Έχουμε την δυνατότητα να κάμνουμε επιλογές, να καθορίσουμε τη ζωή μας τζαί το ρυθμό της. Τζαί ίσως να εκουράστηκα να βουρώ. Ίσως να μαζεύκω μαζεύκω ελιές τζαι στο τέλος να μου μείνει η αρμύρα.

Εν θέλω να είμαι τζίνος που μαζεύκει τες ελιές, θέλω να είμαι το δέντρο.

Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Όσο σε παίρνει

Εβαστουσε ‘Π’. Ήταν περιπου 22-23 χρονών όμορφο παιδί. Είδα τον που απόσταση, επέρασα που δίπλα του, επερπάτησα αλλο 2 λεπτα, εγύρισα πίσω τζαί ενώ επερπατούσε ή επροσπαθούσε να περπατήσει, ήταν σχεδόν στο ίδιο σημείο. Εκσαναίδα τον τζιαμέ στο δρόμο πολλές φορές αλλά πάντα πρωί, όι νύχτα όπως σήμερα. Εν φοιτητής. Πάντα θωρώ τζαί τον παπά του μαζί. Σήμερα ήταν μόνος του. Που επέρασα που δίπλα του ελαχάνιαζε. Προφανώς εδυσκολέφκετουν. Τα ππόθκια του ήταν στραβά, σχεδόν εννεν με τες πατούσες που επατούσε αλλά με όποιο σημείο του ποθκιού έντζιζε πρώτο χαμέ. Κάποτε με τα δάχτυλα, κάποτε με το πέλμα, κάποτε με το πάνω μέρος του ποθκιού. Κάποτε κουβαλά τζαί τη τσέντα του τζαί κρέμμεται που πάνω του ενώ προχωρά με αμήχανες κινήσεις. Αλλά τζίνος εννεν αμήχανος. Εν υπερβολικά απαιτητική η προσπάθεια να πάει τζιαμέ που θέλει για να σκεφτεί κάτι, να νιώσει άβολα.

Τζαί μετά, εμείς πως μπορούμε να του φαινούμαστε? Αθρωπούθκια που περπατούν που δίπλα του βιαστικά τζαί κανονίζουμε τες ρουτίνες μας. Που έχουμε τόσα πολλά πράματα που γινούμαστε σσίλλια κομμάθκια να πάμε σε ούλλους τους τόπους που πρέπει. Τζίνος τί νιώθει? Ζήλεια? Μίσος? Κατανόηση? Τζαί για ποιόν? Για τον εαυτό του ή εμάς? Τζαί πως ένι η ζωή του που κάθε μέρα εν δύσκολη μέρα? Που εν έσσιει χαλαρές τζαί απαιτητικές?(οι απαιτητικές ένι να πρέπει να φκάλεις φωτοτυπίες τζαί να πάεις σούπερμαρκετ). Απλά μέρες που εν να ξυπνήσεις τζαί που τα πρώτα 2 βήματα ως την ώρα που εν να ππέσεις να τζιμηθείς λαχανιάζεις.

Πριν τον δω εμιλούσα με μια κορούα που επέρασε πολλά που ήταν μιτσιά. . Η τελευταία κουβέντα που της είπα εν πως άλλο να ζεις τζαί άλλο να ζεις.

Τζαί μετά είδα τούτο το παιδί। Τζαί εκατάλαβα ότι έκαμνα λάθος। Ότι εν άλλο να ζείς, άλλο να ζεις τζαί άλλο να ΖΕΙΣ.

Το πρώτο εν όταν απλά αναπνέεις που την μια μέρα στην άλλη, τζαί απλά για λλίες ώρες έσσεις τα μμάθκια σου ανοιχτά.

Το δεύτερο εν να θωρείς γυρώ σου. Πόσο πράσινα εν τα δέντρα, πόσο αρωματικά τα μήλα σήμερα κύριε γεωργέ. Να ακούεις τα πουλιά που κελαηδούν. Τζαί όι απλά να ακούεις, αλλά να διας τζαί σημασία. Να κοιτάζεις τον κόσμο με μμάθκια που εν σαμπώς τζαί τυφλώνει τα ο ήλιος.

Το τρίτο, εν ο φίλος μας. Να ΖΕΙΣ σημαίνει να θωρείς μπροστά τζαί να θωρείς το δρόμο να απλώνεται μπροστά σου. Να ξέρεις την πιο γλυτζιά πλευρά της ζωής αλλά να ξέρεις την πικρή καλλύτερα. Να λαχανιάζεις, τζαί κάθε ανάσα δική σου να διά ζωή σε 10 πλάσματα γυρώ σου. Να εμπνέεις τζαί να μεν το ξέρεις, να συγκινείς τζαί να μεν σου το λαλούν, να σε συνοδέφκουν τη μέρα αλλά να ξέρεις ότι τη νύχτα είσαι μόνος σου. Η μέρα σου να εν αγώνας, ο αγώνας η ζωή σου, η ζωή σου παράδειγμα. Τέλος, σημαίνει να νομίζει ο κόσμος ότι περπατάς αργά, αλλά εσύ να ξέρεις ότι πετάς, δίχως έννοιες, δίχως προορισμό. Απλά να αννοίεις κάτι τεράστιες φτερούγες τζαί να πετάς. Όσο σε παίρνει.

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Ο Γουίλι Γούνκα της Αγγλίας.

Ο Γουίλι Γουόνκα της Αγγλίας ονομάζεται Χέστον Μπλούμενταλ. Το εστιατόριο του έσσιει 3 αστέρια Μισελέν.

Εξεκίνησε μια νέα εκπομπή που η δουλειά του ένι να ανατρέψει την ιδεά του κόσμου για φαγιά διαφόρων θεσμών στην Αγγλία π.χ.νοσοκομεία, στρατός,σινεμα,αεροπλάνα κλπ.


Στην πρώτη του εκπομπή επισκεύτηκε ένα νοσοκομείο τζαί η εκπομπή επικεντρώθηκε στα παιδιά. Τωρά, αν είσαι μωρό τζαί αρρωστήσεις τζαί τύχει να είσαι στην Αγγλία, να περιμένεις να φάεις έτοιμες τηγανιτές πατάτες, μακαρόνια με γκρέιβι έτοιμα σε πακέττο, τζαί μπέικτ μπίνς. Την ίδια ώρα, οι κουζίνα του νοσοκομείου, εν να μαειρέφκει τάρτες με μπλέ τυρί, σπιτικά κανελλόνια κλπ. Αλλά εν θα εν για σένα. Εν να εν για το προσωπικό του νοσοκομείου.

Το λοιπόν, ο Χέστον ήβρε το τούτο λλίο λάθος, τζαί αποφάσισε να κάμει κάτι. «Γιατί το φαί για τα μωρά να μέν εν τόσο καλό αν όι καλλίτερο όσο των υπαλλήλων» εσκέφτηκε. «Γιατί το φαί άρρωστων μωρών, να μεν εν διασκεδαστικό? Να ακούετε ωραίο, να φαίνεται ωραίο τζαί να εν νόστιμο?» είπε.

Που λέτε, έκαμε ζαχαρωτά που λαχανικά που εμοιάζαν με σκουλούτζια τζαί «χώμα» σοκολάτας. Έκαμε σούπα μίξας, με λαχανικά, έκαμε γλυφιτζούρκα που φινόκιο, έκαμε σάντουιτς ούφο τζαί βώλους μμαθκιών ντομάτα-ελιά. Εσέρβιρε τα πάνω σε ένα τρόλλει με μπαλόνια τζαί τούτο θέλει να το κάμνει κάθε μέρα. Για βραδυνό ήταν λλίο σκεφτικοί οι υπεύθυνοι αλλά για μεσημερινό εσυμφωνήσαν τούτο να εν κάτι που εν να γίνεται. Οι σκεφτικοί σεφ της κουζίνας εζητηθήκαν να ανεβούν πάνω στην πτέρυγα(που εν είχαν πάει ποτέ) για να δουν τα μωρά της ώρα που τρων.



Τα μωρά ενομίζαν ότι τούτο που εγίνηκε εφκήκε που ένα παραμύθι. Εκαρτερούσαν να μπεί όπου να’σαι που την πόρτα, δράκοι τζαί πριγκίπισσες, βασιλόπουλα τζαί ζώα που μιλούν. Να ανοίξει η πόρτα τζαί να ανοίξει ένας κόσμος που εν έσσιει αρρώστιες, που κανένα μωρό εν πάει καθημερινά νοσοκομείο που τριών ημερών όπως το αγόρι στη φωτογραφία, τωρά 17, που τα φαγιά έννεν νερόβραστες μαλακίες, αλλά κάτι που εν να έτρωε ο Ρόαλντ Νταλ στο πιο εμπνευσμένο όνειρο του. Πράματα που δηλαδή αξίζουν, τζαί πράματα που εν να έχουν τωρά, κάθε μεσημέρι, όσο χρειστεί, ώσπου να γίνουν καλά.

Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Πικρά Λεμόνια

Το 1953 ήρτεν στην Κύπρο ένας Εγγλέζος ταξιδιώτης για να γράψει το πιο έγκυρο τζαί το πιο όμορφο ιμπρεσιονιστικο βιβλίο για την Κύπρο. Με ιμπρεσιονιστικό εννοώ πως ήταν σαν ένας ταξιδιωτικός οδηγός της Κύπρου, μέσα που εικόνες που του εκάμαν εντύπωση τζαί όι για το πού να φάεις το πιο καλό σσιεφταλί ή πού να μείνεις. Λλίο παράδοξο που το πιο έγκυρο βιβλίο για τους Κυπραίους έγραψεν το ένας Εγγλέζος τζαί ειδικά στα χρόνια της Αγγλοκρατίας, αλλά εν αλήθκεια πως ούλλη η ποίηση της Κυπριακής φύσης με τα καλά τζαί τα κακά της, βρίσκεται στο βιβλίο του. Στα Πικρά Λεμόνια (Bitter Lemons). Ο τίτλος αναφέρεται σε τζίνους τους λλίο ξινούς, λλίο γλυκούς, λλίο πικρούς αθρώπους που τους λαλούν Κυπραίους. Τζίνους που μέσα που φωθκιά τζαί σίδερο επεράσαν που τα σσιέρκα πολλών για να φκεί ένα κράμα αθρώπου μοναδικού. Όι τέλειο, όι το καλλύτερο αλλά, μοναδικό.

Μέσα έσσει ωραίες εικόνες της Κυπριακής ζωής, μερικές γνωστές, άλλες εν τες επρόλαβα εγώ. Εικόνες συμβίωσης με τους Τουρκοκύπριους, σε μια ζωή δίχως τηλεόραση, που ένα ποτήρι ούζο, ένας μεζές για τσίλλιμα τζαί το να νιώθεις το μελτέμι με θέα το Κάστρο της Κερύνειας ήταν η επιτομή του Κυπραίου της εποχής.

Εικόνες όπως τζίνες του παπά που όταν του μιλά ελληνικά ο Εγγλέζος τραβά με περιέργια πίσω την κκελλέ του, «σαν τεντωμένο τόξο», για να το φέρει μπροστά ξανά τζαί να εξφενδονίσει ένα χαμόγελο. Μπορείς να το δεις να γίνεται μπροστά σου. Ή όπως την άλλη που λαλεί ότι εν εγίνετουν να περάσει που ανοιχτή πόρτα το μεσημέρι τζαί να μεν δει μέσα κκελλέδες να γυρίζουν τζαί πριν καλά καλά σκεφτούν να λαλούν «Kοπιάστε!». Κάτι που εν να μου εφένετουν υπερβολικό αν δεν το εβίωνα πιο μιτσής στο χωρκό μας τα Λεύκαρα.

Πως μπορείς να μεν γελάσεις όταν περιγράφει συγχισμένος, κινήσεις μοναδικές της Κυπριακής κουλτούρας? Όπως για να δείξουμε ότι ο άλλος εν πελλός, ή ότι εν έξυπνος, τί κάμνουμε με τους ώμους μας για να δείξουμε ότι εν ξέρουμε, ή το τσού, για να πούμε όι.

Πως μπορείς να μεν λυπηθείς άμαν μιλά για πράματα που τα είχαμε αλλά εχάσαμε τα? Τζίντην αφοπλιστική φιλοξενία, τζίντον έμφυτο, σχεδόν Ανατολίτικο κανόνα, του ο χρόνος ΔΕΝ είναι χρήμα, κάτι εικόνες που περιγράφει για το λιμανάκι της Κερύνειας το απόγευμα ή για το δρόμο προς το Πέλλαπαις? Εν τούτα που με εκάμαν να σκεφτώ πόσο λάθος ήταν τζίνος ο θεσμός στα δημοτικά, του Δεν Ξεχνώ στα τετράδια με φωτογραφίες, που το Αββαείο του Πέλλαπαις, το Λιμανάκι της Κερύνειας, το Κάστρο του Βουφαβέντο τζαί άλλα που εν θυμούμαι. . Το μεγάλο λάθος για μένα εν ότι εκάμαν τζίνες τες εικόνες γραφικές, σαν που καρτούν, να μεν σημαίνουν τίποτε, πιο πολλά συνηφασμένες με το μάθημα της ορθογραφίας ή των οικοκυρικών παρά με τον τόπο. Νομίζω εν θα τους συγχωρήσω τούντο λάθος. Που όταν ήμουν στην πιο τρυφερή μου ηλικία, τότε που εμάθαινα τί σημαίνει σπίτι, δικό μου τζαί δικό σου, που εν μου εμάθαν ότι τζίνο εν δικό μου. Ότι τζίνο είμαι εγώ. Ότι το Αββαείο εν τόπος που υπάρχει, έτο λλίο πάρακατω, τζαί όι απλά μια φωτογραφία. Που έπρεπε να γίνω είκοσι χρονόν τζαί να έρτω Ουαλλία για να μάθω για πρώτη φορά τί σημαίνει Κύπρος, τζάι όι απλά Λευκωσία, Λάρνακα, Πάφος, Λεμεσός τζαί Αμμόχωστος. Που έπρεπε να γίνω είκοσι χρονόν για να δω το αληθινό πρόσωπο της μάνας που με εγέννησε τζαί όι απλά μια φωτογραφία. Που έπρεπε να γίνω είκοσι χρονόν για να αφήκω το πρώτο μου γλυκόπικρο χαμόγελο πάνω που ένα βιβλίο που έγραφε κάτι αστείες, άγνωστες αλλά τζαί οικείες ιστορίες που εν επεριορίζουνταν στες θκιό εύκολες λέξεις του Δεν Ξεχνώ.

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Νίκη

«Στραφείτε, κοιτάχτε γύρω σας, σκύψετε, κοιτάχτε τη ψυχή σας. Τί μίσερο περπάτημα, τί αναντρία, τί φρόνιμοι συφεροντολόγοι υπολογισμοί! Ένα γραμμάρι χρυσάφι είναι αξεδιάλυτα μπλεγμένο, τυλιγμένο σ’ένα τόνο σκουριές[...] Κι αντίθετα: Κι η πιο μεγάλη σου ατιμία είναι κρυφά βουτημένη στο κλάμα. Κλέφτεις, μοιχεύεις, σκοτώνεις, λες ψέματα, και, χωρίς να το θες ή να το ξέρεις, απο μέσα σου ή απόξω, κοκκινίζεις. Πάντα απομένεις μίσερος[...] Και γι’ αυτ’ο νιώθουμε ανεξήγητη ανακούφιση στο τέλος της τραγωδίας. Μιαν παράξενη συμφιλιώση με τη Δύναμη που σκοτώνει. Συμφιλίωση μονάχα? Μπορεί, θαρρώ, κι ευγνωμοσύνη. Γιατί η Δύναμη αυτή πρώτη φορά μας δίνει την ευκαιρία να μαντέψουμε, βλέποντας τον ήρωα να συντρίβεται όρθιος κάτω απο το βάρος αλάκερου του Σύμπαντου, πως η ψυχή του αθρώπου πρέπει να’ ναι κάτι φοβερό, και μέσα στη ψυχή του αθρώπου μια άλλη δύναμη, πιο φοβερή ακόμα, όλο ποιότητα, που καταφρονάει, και πέρα απο το θάνατο, την τυφλή, όλο αξίωση και χτηνωδία, ποσότητα.»

Ο Καζαντζάκης, πιστεύκει ότι μπροστά στο φόβο εν πρέπει να στρουθοκαμηλίζουμε. Ότι το πιο αγνό πράμα που μπορούμε να κάμουμε σαν αθρώποι, εν να σηκώσουμε το βλέμμα τζαί να κοιτάξουμε τον φόβο κατάμματα. Λαλεί ότι στις τραγωδίες, όπως της αρχαίες Ελληνικές ή του Σαίξπηρ, πάντα υπάρχει ο ήρωας που καταστρέφεται, διαλύεται, που πράξεις όι μόνο δικές του αλλά τζαί ανυπέρβλητες δυνάμεις πέραν του ελέγχου του. Εξηγά ότι ούλλοι ζούμε, λλίο νερόβραστα, χλιαρά τις ζωές μας. Ούτε πάνω, ούτε κάτω. Έχουμε καλές στιγμές τζαί κακές στιγμές, αλλά πάνω που’ ούλλα είμαστε σε μια ευθεία. Πιστέφκει ότι είμαστε ικανοί για παραπάνω. Πιστέφκει στον άθρωπο. Πράμα σπάνιο σήμερα. Ίσως να μεν επίστεφκε ακόμα αν εζούσε σήμερα. Σήμερα που «φτάσαμε που εκατό δρόμους στα όρια της σιωπής» που λαλεί τζαί ένας ποιητής. Ο ίδιος θέλει να θωρεί τους αθρώπους να πέρνουν φόρα προς ένα τοίχο, που πίσω κρύφκεται ένας ωραίος κήπος, η αλήθκεια, η ολοκλήρωση, τα όρια του αθρώπου που πλέον εν να έχουν ξεπεραστεί, τζαί που προσπαθούν να τον σύρνουν κάτω. Ξέρει ότι οι πιο πολλοί-αν δοκιμάσουν- εν να αποτύχουν, αλλά εν τους θεωρεί χαμένους. Εν η απαραίτητη θυσία για να πετύχει το σύνολο. Να πετύχει να ζεί ο άθρωπος καταπληκτικά, σε ένα ρυθμό τζαί με έναν τρόπο που εν έζησε ποττέ. Σαν ένα τεράστιο ερείπιο χωρίς ελπίδα, που το ξέρει τζαί ευχαριστιέται το, ή σαν ένας μεγάλος, σοφός δάσκαλος της ζωής.

Τον Καζαντζάκη αγαπώ τον. Αν εζούσε εν να επίεννα να τον βρώ. Να του πιάω το σσιέρι, να το φιλήσω, να φίω τζαι μετά να σκέφτουμαι σσίλια πράματα που εν να έπρεπε να του πω για να εντυπωσιαστεί. Αλλά εν ζεί. Τζαί με το πουπάνω πράμα που υποστήριζε διαφωνώ. Τζαί νομίζω εν εν κακό να διαφωνώ. Σίουρα εν να έθελε να άκουε τα επιχειρήματα μου, αν εζούσε τζαί αν με έξερε, τζαί έξερε πόσο σημαντικός εν για μένα, τζαί έξερε ότι διαφωνώ. Η αλήθκεια, μάλλον εν να τον απογοήτεφκα, τζίντον λάτρης της συζήτησης τζαί της κόντρας. Επειδή εν τζαί έχω τζαί τίποτε για να υποστηρίξω το ότι διαφωνώ. Αγαπώ τον άθρωπο, τζαί μπορεί να είμαι πολλά ρομαντικός, ή πολλά λλίο ρεαλιστής, αλλά εν θέλω να τον θωρώ να καταστρέφεται. Για μιαν ιδέα. Ή για ένα ιδανικό. Ειδικά στους τζαιρούς μας, που πίσω που κάθε ιδέα, όπως της πατρίδας ή του θεού κρύφκεται η απάτη τζαί το χρήμα. Ειδικά τωρά που είδαμε ότι ούλλες τζίνες οι ιδέες για τις οποίες επεθάναν σπουδαίοι αθρώποι, πολλά λλίες αποδώσαν τους καρπούς που είχαν υποσχεθεί. Οι μεγάλες μάχες νομίζω εδοθήκαν, ίσως για πάντα. Οι επόμενοι πολέμοι εν να εν ανούσιοι, οι επόμενες θυσίες περιττές, οι επόμενες νίκες πλαστές. Ίσως να εκάμαμεν το γυρώ μας? Ή ίσως να εν πολλά λλίη η φαντασία μου?

Τζίνες οι μάχες όμως, που περιγράφει ο Καζαντζάκης, μεταξύ φόβου τζαι ψυχής, που ο τραγικός ήρωας πλέον κατάκοιτος, γεμάτο αίματα πραγματικά ή μεταφορικά, στη μέση πραμάτων που ήταν αλλά εν θα ενι ποιον καταλάβει ότι έχασε, τζαί που συνάμα τζιαμέ εν η αποθέωση του, τζαί η άφιξη της μόνης νίκης που επλάστηκε για τζίνον, εν υπάρχουν ποιον. Τωρά υπάρχουν νίκες στη μάππα, στους Ολυμπιακούς αγώνες, σε τηλεπαιχνίθκια, σε στημένα ριάλιτι, σε ρεκόρ Γκίνες, σε βραβεία μουσικής αλλά όι τζίνες που μας δείχνουν «πως η ψυχή του αθρώπου πρέπει να’ ναι κάτι φοβερό» ούλλο ποιότητα, ενάντια στην απλόχερη, μέτρια, χλιαρή ποσότητα.

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Σήμερα εγνώρισα ένα δράκο

‘Εσσιει ένα Κινέζο δαμέ που είμαι που τον θωρώ κάθε μέρα σχεδόν. Που μέσα μου αποκαλώ τον ρομπότ, έπειδη τα πάντα πάνω του εφανήκαν μου που την πρώτη μαθκιά ρομποτικά. Το περπάτημα του, τα μμάθκια του, η στάση του σώματος του. Πάντα θωρώ τον στον ίδιο δρόμο. Εν απλά ένας τυχαίος άθρωπος, εν είμαστε γείτονες, εν κάμνουμε το ίδιο μάθημα αλλά θωρώ τον ή θωρώ το, αφού εν ρομπότ, σχεδόν κάθε μέρα, μια τζαί θκιο φορές. Αρχικά ενευρίαζε με, τζίντα 3 δευτερόλεπτα που τον εθωρούσα, ακριβώς επειδή ήταν σαν το ρομποτ. Σβηστό ύφος, κινήσεις μηχανικές ετσέτρα. Εσκέφτουμουν, καλά τί τους κάμνουν? Ρομπ’οτ τον ανέβαζα, μέσα μου, ρομπότ τον εκατέβαζα.

Σήμερα εσκέφτηκα, καλά ρε.. εν άθρωποι τζαί τούτοι. Σίουρα νιώθει πράματα, σίουρα σκέφτεται, σίουρα έσσιει αθρώπους που τον αγαπούν.

Πριν λλίο είδα τον ακριβώς έξω που το παράθυρο μου. Εκατάλαβα έθελε να μπει στο χτήριο μου (είμαι ισόγειο εγώ). Λαλώ του θέλεις να σου ανοίξω?

Τζαί τί θωρώ?

Θκιό μμάθκια φωθκιά.

Μιλά μου με μια φωνή που με ξιππάζει, φωνή που εν να είσσιε κάποιος δράκος κινέζικος αν εμπορούσεν να μιλήσει. Συγκρατημένη, ζυγισμένη, περήφανη. Τζαί εγώ σαν τον μαλαππάπα μπροστά του. Του ρομπότ. Που ελαλούσα ότι εν τζαί ΤΖΙΝΟΙ αθρώποι. Όι τζαί τούτοι, αλλά τζαί τζίνοι.

Καμιά φορά οι αποστάσεις που δημιουργούν τα στερεότυπα, οι πλάνες πρώτες μμαθκιές τζαί ο εγωισμός μας, εν πιο μεγάλες που δαμέ ως την Κίνα.

Σήμερα εγνώρισα ενα δράκο.

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Δάκρυα

Υπάρχουν πολλών ειδών δάκρυα. Ένα που τα πιο συνηθισμένα εν το μυξόκλαμα. Το στύλ που κάμνουν τα μωρά άμαν θέλουν κάτι, επειδή εν κακομαθημένα, ή καλομαθημένα ή έχουν έλλειψη ευγλωττίας λόγω ηλικίας. Συνοδεύεται που μύξες τζαί αδυνατεί να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές οποιουδήποτε, εχτώς ίσως, που κανενού παππού ή γιαγιάς.

Υπάρχει το κλάμα ευτυχίας, τζαί δυστυχίας, απελπισίας, ελπίδας, απογοήτευσης, επιτυχίας, άγχους, επιβράβευσης, χαράς, λύπης τζαί οποιουδήποτε συνδυασμού που τούτα που ανέφερα.

Βασικά υπάρχει ένα κλάμα τζαί για κάθε αθρώπινο συναίσθημα. Εν λλίο παράξενο αν το δούμε έτσι που έν περπατούμε στο δρόμο τζαί απλά να θωρούμε διάφορους τυχαίους αθρώπους να κρατούν που ένα πακέτο κλίνεξ τζαί να κλαιν για ποικίλους λόγους. Εν όπως τα περιστέρκα στη Λευκωσία. Εν παντού, εν πολλά, αλλά εν τα θωρούμε ποττέ πεθαμένα, μόνο τσιλλιμένα μερικά άτυχα. Εθκέβασα στο Big Fish πριν χρόνια την ίδια ερώτηση τζαί ο δημοσιογράφος εκατέληξε, χαριτολογώντας, πως είτε τα περιστέρκα εν αθάνατα, είτε τα περιστέρκα θάφκουν τους νεκρούς συγγενείς.

Τζαί η αθρώποι, ή εν κλαίμε ποττέ ή εν κλαίμε ποττέ στο δρόμο. Ίσως μόνο στην τηλεόραση.

Τζιαμέ νομίζω εν ο μόνος τόπος που το κλάμα εν τόσο ελεύθερα εμπορεύσιμο χωρίς ντροπή. Δάκρυα χαράς τζαί ψεύτικα, δάκρυα λύπης που εγωισμό, δάκρυα παράπονου που έλλειψη μετριοφροσύνης. Οι κάμερες σαν θύτες ππέφτουν πάνω στο δακρυσμένο θύμα, με μάσκαρες να μαυρίζουν το πρόσωπο, ενώ λεπτά, κρύα σσιέρκα ‘’σκουπίζουν’’ τα δήθεν δάκρυα που εν τζιλούν πέρα που τη γωνιά του μμαθκιού. Καμιά φορά ως τζαί τούντα ψεύτικα τα δάκρυα εν συγκινητικά, μέσα στο ψέμα τους. Για παράδειγμα το Πάμε Πακέτο. Άλλες φορές εν σχεδόν κωμικό. Να τρώεις ας πούμε αφκά με λουκάνικα τζαί να θωρείς την Όλγα Ποταμίτου να κλαίει, σε μεγάλα εισαγωγικά, επειδή στο Βάλε Αντέννα εφέραν της... την κόρη της τζαί της αγγόνισσσα της. Πέρκει να επήαν με ένα αυτοκίνητο στο στούντιο.

Υπάρχουν τζαί τα άλλα τα δάκρυα. Τζίνα που κρούζουν πέτρες. Τζίνα που νομίζεις εν θα ξιάσεις ποττέ. Που τζιλούν μέστο στόμα σου τζαί αφήνουν μιαν γλυκόπικρη αλμύρα. Κάτι δάκρυα που ππέφτουν μέσα που αναφιλητά, τζαί νιώθεις την καρδιάν σου να ραγίζει κυριολεχτικά. Κάτι δάκρυα πασσιά, μεγάλα που πρέπει να τζιλήσουν. Κάτι δάκρυα που σαμπώς τζαί μόνο στα ποιήματα εθκέβασες ότι υπάρχουν-τζίνα που μοιράζουν βουνά, που σπαράζει ο Θεός ο ίδιος να τα θωρεί. Δάκρυα σπάνια, εξαγνιστικά, απαραίτητα. Σημάθκια μιας ζωής πλούσιας, ούλλο πάθος τζαί φωθκιά, ούλλον αλάτι. Σημάθκια ενός τέλους απαραίτητου, σίουρου, ασυμβίβαστου τζαί αδιαπραγμάτευτου. Κλάμα που ππέφτει πας τους ώμους του άλλου τζαί ζυγίζουν εκατό κιλά. Που σε τσακίζουν, που σε γονατίζουν τζαί που σε ακολουθούν ακόμα τζαί όταν σκουπιστούν. Που σε χαράσσουν ανεξίτηλα.

Τα περιστέρκα εν θάφκουν τους πεθαμένους τους, ούτε εν αθάνατα. Απλά όταν καταλάβουν ότι ήρτεν η ώρα τους βρίσκουν μιαν ήσυχη γωνιά μες το πράσινο, τυλίουν τες φτερούγες τους τζαί κλείουν τα μμάθκια τους.

Τζαί οι αθρώποι. Εν είμαστε αδάκρυτοι, ούτε κλαίμε μες το δρόμο. Τα δάκρυα που μας πουλούν στην τηλεόραση, εν τους είπε κανένας ότι εξιάσαν να φκάλουν την τιμή που πάνω. Όπως τα περιστέρκα, έτσι τζαί μεις, άμαν έρτουν τζίντα δάκρυα τα πολύτιμα, πάμε στο δωμάτιο μας, καθούμαστε τζαί δεχούμαστε τα όπως μας τα έφερεν η ζωή.