Τζιαμέ που περιμένεις το μάννα, έρκεται το κλάμα, τζιαι τζιαμέ που προετοιμάζεσαι για κλάμα, έρκεται το μάννα. Το μόνο που μεινίσκει τελικά εν να ζεις τζιαι να γελάς. Τζιαί το κλάμα του Θεού ένι.















































Κυριακή 6 Φεβρουαρίου 2011

Πικρά Λεμόνια

Το 1953 ήρτεν στην Κύπρο ένας Εγγλέζος ταξιδιώτης για να γράψει το πιο έγκυρο τζαί το πιο όμορφο ιμπρεσιονιστικο βιβλίο για την Κύπρο. Με ιμπρεσιονιστικό εννοώ πως ήταν σαν ένας ταξιδιωτικός οδηγός της Κύπρου, μέσα που εικόνες που του εκάμαν εντύπωση τζαί όι για το πού να φάεις το πιο καλό σσιεφταλί ή πού να μείνεις. Λλίο παράδοξο που το πιο έγκυρο βιβλίο για τους Κυπραίους έγραψεν το ένας Εγγλέζος τζαί ειδικά στα χρόνια της Αγγλοκρατίας, αλλά εν αλήθκεια πως ούλλη η ποίηση της Κυπριακής φύσης με τα καλά τζαί τα κακά της, βρίσκεται στο βιβλίο του. Στα Πικρά Λεμόνια (Bitter Lemons). Ο τίτλος αναφέρεται σε τζίνους τους λλίο ξινούς, λλίο γλυκούς, λλίο πικρούς αθρώπους που τους λαλούν Κυπραίους. Τζίνους που μέσα που φωθκιά τζαί σίδερο επεράσαν που τα σσιέρκα πολλών για να φκεί ένα κράμα αθρώπου μοναδικού. Όι τέλειο, όι το καλλύτερο αλλά, μοναδικό.

Μέσα έσσει ωραίες εικόνες της Κυπριακής ζωής, μερικές γνωστές, άλλες εν τες επρόλαβα εγώ. Εικόνες συμβίωσης με τους Τουρκοκύπριους, σε μια ζωή δίχως τηλεόραση, που ένα ποτήρι ούζο, ένας μεζές για τσίλλιμα τζαί το να νιώθεις το μελτέμι με θέα το Κάστρο της Κερύνειας ήταν η επιτομή του Κυπραίου της εποχής.

Εικόνες όπως τζίνες του παπά που όταν του μιλά ελληνικά ο Εγγλέζος τραβά με περιέργια πίσω την κκελλέ του, «σαν τεντωμένο τόξο», για να το φέρει μπροστά ξανά τζαί να εξφενδονίσει ένα χαμόγελο. Μπορείς να το δεις να γίνεται μπροστά σου. Ή όπως την άλλη που λαλεί ότι εν εγίνετουν να περάσει που ανοιχτή πόρτα το μεσημέρι τζαί να μεν δει μέσα κκελλέδες να γυρίζουν τζαί πριν καλά καλά σκεφτούν να λαλούν «Kοπιάστε!». Κάτι που εν να μου εφένετουν υπερβολικό αν δεν το εβίωνα πιο μιτσής στο χωρκό μας τα Λεύκαρα.

Πως μπορείς να μεν γελάσεις όταν περιγράφει συγχισμένος, κινήσεις μοναδικές της Κυπριακής κουλτούρας? Όπως για να δείξουμε ότι ο άλλος εν πελλός, ή ότι εν έξυπνος, τί κάμνουμε με τους ώμους μας για να δείξουμε ότι εν ξέρουμε, ή το τσού, για να πούμε όι.

Πως μπορείς να μεν λυπηθείς άμαν μιλά για πράματα που τα είχαμε αλλά εχάσαμε τα? Τζίντην αφοπλιστική φιλοξενία, τζίντον έμφυτο, σχεδόν Ανατολίτικο κανόνα, του ο χρόνος ΔΕΝ είναι χρήμα, κάτι εικόνες που περιγράφει για το λιμανάκι της Κερύνειας το απόγευμα ή για το δρόμο προς το Πέλλαπαις? Εν τούτα που με εκάμαν να σκεφτώ πόσο λάθος ήταν τζίνος ο θεσμός στα δημοτικά, του Δεν Ξεχνώ στα τετράδια με φωτογραφίες, που το Αββαείο του Πέλλαπαις, το Λιμανάκι της Κερύνειας, το Κάστρο του Βουφαβέντο τζαί άλλα που εν θυμούμαι. . Το μεγάλο λάθος για μένα εν ότι εκάμαν τζίνες τες εικόνες γραφικές, σαν που καρτούν, να μεν σημαίνουν τίποτε, πιο πολλά συνηφασμένες με το μάθημα της ορθογραφίας ή των οικοκυρικών παρά με τον τόπο. Νομίζω εν θα τους συγχωρήσω τούντο λάθος. Που όταν ήμουν στην πιο τρυφερή μου ηλικία, τότε που εμάθαινα τί σημαίνει σπίτι, δικό μου τζαί δικό σου, που εν μου εμάθαν ότι τζίνο εν δικό μου. Ότι τζίνο είμαι εγώ. Ότι το Αββαείο εν τόπος που υπάρχει, έτο λλίο πάρακατω, τζαί όι απλά μια φωτογραφία. Που έπρεπε να γίνω είκοσι χρονόν τζαί να έρτω Ουαλλία για να μάθω για πρώτη φορά τί σημαίνει Κύπρος, τζάι όι απλά Λευκωσία, Λάρνακα, Πάφος, Λεμεσός τζαί Αμμόχωστος. Που έπρεπε να γίνω είκοσι χρονόν για να δω το αληθινό πρόσωπο της μάνας που με εγέννησε τζαί όι απλά μια φωτογραφία. Που έπρεπε να γίνω είκοσι χρονόν για να αφήκω το πρώτο μου γλυκόπικρο χαμόγελο πάνω που ένα βιβλίο που έγραφε κάτι αστείες, άγνωστες αλλά τζαί οικείες ιστορίες που εν επεριορίζουνταν στες θκιό εύκολες λέξεις του Δεν Ξεχνώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου