Τζιαμέ που περιμένεις το μάννα, έρκεται το κλάμα, τζιαι τζιαμέ που προετοιμάζεσαι για κλάμα, έρκεται το μάννα. Το μόνο που μεινίσκει τελικά εν να ζεις τζιαι να γελάς. Τζιαί το κλάμα του Θεού ένι.















































Σάββατο 31 Ιουλίου 2010

Ο λουκκουμάς τζαί η αγάπη.

Πρίν λλίες μέρες είχα πάει στην Κυπριακή Βιβλιοθήκη τζαί τζαμέ είσσιε ένα βιβλιαράκι με το όνομα πρωτεύουσα, που ήταν δωρεάν τζαί ήταν κάτι σαν καλοκαιρινός οδηγός για τη Λευκωσία. Μέσα είσσιεν ένα μιτσί αφιέρωμα στους Λουκκουμάες Κυριλλή. Κάτι μου ελαλούσεν η ταπέλλα στη φωτογραφία, αλλά ποττέ εν έφα που τζιαμέ νομίζω. Με αφορμή ότι ήταν να πάω σε ένα φιλικό σπίτι, είπα να πάω να πιάσω τζαί να τους πάρω.

Επήα τζαί η μάνα τους σπιθκιού, ο καπετάνιος της επιχείρησης (εφαίνετουν που την πρώτη μμαθκιά), εκάθετουν πας σε μια καρέκλα έξω με ένα μωρό στην αγγαλιά. Αγγονούι. Λαλώ της να μου δώσετε μια μερίδα σας παρακαλώ? δείχνωντας τους λουκκουμάες μπροστά μου. Τζαι λαλεί μου, ναι λεβέντη μου, κάτσε 10 λεπτά τζαί να σου κάμω ζεστούς. Άρεσε μου τούτο. Ότι ενώ είσσιεν έτοιμους, είσσιεν να μπεί στον κόπο να μου κάμει άλλους. Επαρέδωσε τον άγγονα στα σσιέρκα του παππού, μετα κλάματος μωρού (όι εξ ουρανού, ήταν άσυλα κλάμα τούτο, με σπασμένα τύμπανα και τα συναφή), έπλυνε τα σσιέρκα της(μεγάλο πλάς) τζαί ανέλαβε δράση. Ο μεγάλος ο γιός ήταν τζιαμέ να βοηθά. Τζαί τζιαμέ ήρτεν το θέμα του μπλόγκ. Το κοπελλούιν τούτον, έσσιει ούλλην του τη ζωή που εν τζιμέσα. Είδε τη διαδικασία πάνω που σσίλιες φορές. Η εικόνα της μάνας του με την ποθκιά πάνω που ένα καζάνι να κάμνει λουκκουμάες εν σίουρα τόσο συνηθισμένη όσο για μένα η εικόνα της μάνας μου να βαστά ένα ξεσκονόπαννο τζαί να μεν σιουρκάζει μες το σπίτι.
Τζαί όμως, ήταν που πάνω της τζαί επαρακολουθούσε την. Τζαί εν την εθορούσε με σβηστόν ύφος, εν την εθωρούσε βαριεστημένα ή αφηρημένα. Εκοίταζεν με προσοχή, με αγάπη, πότε τη φάτσα της μάνας του που ήταν αφοσιωμένη στη δουλειά που έκαμνεν πραγματικά με αγάπη, (ένιωθες το, εν εμπορούσες να μεν το προσέξεις), πότε στα σσιέρκα της τα τόσον έμπειρα, που ότι εκάμναν εν το εκάμναν μηχανικά, αλλά με πλήρη αντίληψη της πράξης. Τζαί εκατάλαβα ότι ο γιός άκουεν την κουβέντα της μάνας του με τους λουκκουμάες. Εθωρούσεν τον χορόν τους. Τον κομψότατο. Έπαρατηρούσε για να τον μάθει. Όσα χρόνια τζαί να την είδε, ακόμα εν εκατάλαβε πως τους μιλάς, πως χορέφκεις μαζίν τους. Τζαί όσα χρόνια τζαί να τη θωρεί, πάλε εν να του φαίνεται αξεπέραστη τούτη η σχέση, απρόσιτη που τζίνον.
Θέλει να μάθει, γιαφτόν θωρεί. Τζαί ξέρει πως έσσιει δίπλα του τον καλλίτερο δάσκαλο. Η λατρεία μες τα μμάθκια του εν τζαιν να φύει όσα χρόνια τζαί να περάσουν. Όσα χρόνια τζαι να τη θωρεί. Όσες φορές τζαι να δει τους λουκκουμάες, χρυσές μπάλες εμπειρίας να χορέφκουν μες το καζάνι τόσο φρόνιμα, τόσο όμορφα.
Εζήλεψα τον, εν αλήθκεια. Τον γιό της εζήλεψα τον τζαί εν αντρέπουμαι να το πώ. Κάθε μέρα που πάει εν μια μέρα στο καλλίτερο σχολείο. Τζίνο που εμείς μπορεί να θωρούμε σαν λαθκιασμένο πάγκο τζαί σιροπιασμένες ποθκιές, τζίνος μεταφράζει το στο καλλίτερο μάθημα που μπορεί να μάθει. Με μια δασκάλα που εν θυμώνει, που εν διατάσσει, μόνον αγαπά τζαί δείχνει.
Ο Κονφούκιος είπεν κάποτε πως με τρείς τρόπους ο άθρωπος μαθαίνει. Με την μίμηση, που εν ο πιο εύκολος, με την εμπειρία, που εν ο πιο πικρός τζαί με τον λογισμό που εν ο πιο αγνός.
Κάποιος μπορεί να ππέσει στην παγίδα τζαί να πιστέψει ότι το ότι την θωρεί τζαί μαθαίνει, σημαίνει πως μαθαίνει με τη μίμηση. Την τέχνη του λουκκουμά έμαθε την που τζαιρό, τζαι ας μεν τολμά να τζίσει πάνω άμαν εν τζιαμέ η μάνα του. Την τέχνη του να ζείς, τζαί του να ζείς με αγάπη, εν με το λογισμό που τη μαθαίνει. Θωρεί την τζαί τα χρόνια εμπειρίας γίνουνται μαθήματα μπροστά στα μμάθκια του. Θωρεί την τζαί η πίκρα της εμπειρίας γίνεται γλιτζιά σαν το σιρόπι. Θωρεί την τζαί μαθαίνει την πιο σημαντικήν αλήθκεια. Ότι η ζωή, όπως τζαί οι λουκκουμάες, φαίνεται σκληρή με γυμνό μμάτι, αφιλόξενη, άγρια, αλλά μόνο λλίη αγάπη χρειάζεται τζαί θωρείς ότι εν εν τόσο σκληρή τελικά. Ότι κατ΄ακρίβειαν, εν μάλαμα. Γλιτζιά, τρυφερή τζαί ακαταμάχητη.

2 σχόλια: